Κοινές εργασίες στο Πανεπιστήμιο

Είμαι στο δεύτερο έτος στη Θεσσαλονίκη. Έχω νοικιάσει ένα δυαράκι κοντά στο Πανεπιστήμιο σε μια φοιτητογειτονιά, πάνω από το Lycée Francais, δίπλα στο Τρίτο Σώμα Στρατού. Στο Πανεπιστήμιο έχουν αρχίσει τα εργαστήρια και κάνουμε εργασίες συνέχεια.

Είμαι ζευγάρι στα εργαστήρια με τη Γιωργία, μια κοπελάρα από την Κατερίνη. Την λέω κοπελάρα γιατί είναι ψηλή και μεγαλόσωμη χωρίς σε καμιά περίπτωση να τη θεωρείς χοντρή. Με ωραίο μεγάλο στήθος χωρίς να είναι υπερβολικό. Φοράει ρούχα εκτός μόδας που είναι πάντα στενά και αναδεικνύουν τις χάρες της. Έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν τότε.

Η Γιωργία μου άρεσε αλλά δεν είχα κάποια σχέση μαζί της εκείνη την εποχή. Ήμασταν απλά συμφοιτητές και συνεργάτες. Πρέπει να πω ότι και οι δύο ήμαστε επαρχιώτες και από σχετικά φτωχές οικογένειες, οπότε τα μέσα που διαθέταμε μάλλον πενιχρά. Διασκέδασή μας ήταν κανένα σινεμαδάκι και βόλτες. Βόλτες ατέλειωτες στην παραλία της Θεσσαλονίκης με διαφορετικές παρέες.

Δεν είχα κάνει πολλά πράγματα μέχρι την εποχή εκείνη. Είχα πάει σε “πουτάνες” μερικές φορές και είχα και μια μικρή ερωτική εμπειρία με μια οικογενειακή φίλη στην Ξάνθη από όπου κατάγομαι. Αυτή η οικογενειακή φίλη μου έδειξε τα μονοπάτια του έρωτα και μου έμαθε πώς να παίζω με το γυναικείο κορμί.

Ήξερα ότι η Γιωργία ήταν μόνη και ελεύθερη. Δεν είχε κάνει ακόμα κάποια σχέση ούτε μέσα στο έτος ούτε με κάποιον άλλο εκτός Πανεπιστημίου. Όταν δουλεύαμε ήμασταν πολλές ώρες μαζί. Δηλαδή, από το πρωί μέχρι και νωρίς το απόγευμα και άλλες φορές μέχρι αργά το βράδυ. Στα διαλείμματα λέγαμε πολλά προσωπικά και με τον καιρό διανθίζαμε τις κουβέντες μας και με μερικά σεξουαλικά, αλλά χωρίς να προχωράμε σε τίποτα περισσότερο.

Εκείνη την εποχή είχε εκδοθεί «Ο Μέγας Ανατολικός» του Εμπειρίκου. ΤΟ! Πορνοανάγνωσ-μα. Όσοι δεν το έχουν διαβάσει, να το κάνουν, είναι για απανωτές μαλακίες. Είχα αγοράσει κάποιους τόμους και τους είχα στην βιβλιοθήκη μου δίπλα στο κρεβάτι.

Κάποια μέρα, με σχετικά χαλαρό πρόγραμμα δουλειάς, πήγα τουαλέτα, και βγαίνοντας είδα τη Γιωργία να έχει στα χέρια της τον δεύτερο τόμο του Μ.Α. και να τον ξεφυλλίζει. Τη ρωτάω αν ξέρει περί τίνος πρόκειται, και παίρνω μια αρνητική απάντηση. Τη ρωτάω αν θέλει να της διαβάσω κάποια αποσπάσματα, και μου απαντάει θετικά.

Η απορία μου μεγάλη αλλά συνεχίζω λέγοντάς της ότι είναι ψιλοπορνό. – Και τι έγινε ρε Δημήτρη, μου απαντά κάπως πειραγμένη. – Οκ ρε συ Γιωργία, με συγχωρείς. Άρχισα και εγώ να διαβάζω ανοίγοντας μια τυχαία σελίδα.

Η Γιωργία καθόταν στο κρεβάτι μου, και εγώ σχεδόν δίπλα της στο γραφείο μου. Δεν μπορούσα να την αγγίξω, αλλά ήταν κοντά μου τόσο ώστε να μπορώ να ακούω την αναπνοή της. Στην αρχή της ανάγνωσης ήταν ψύχραιμη και χασκογελούσε, θα έλεγα αμήχανα. Σιγά σιγά όμως άρχισε να κοκκινίζει και να ανασαίνει πιο βαριά και πιο γρήγορα.

Μετά από λίγο δεν την χωρούσε ο τόπος, και έβαλε τα μαξιλάρια στον τοίχο και απλώθηκε κανονικά στο κρεβάτι μου. Την έβλεπα που καύλωνε και το φχαριστιόμουν. Τα μάτια της γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό, τα μαγουλά της κοκκίνισαν, και οι ρώγες της ήθελαν να πεταχτούν έξω από το σκληρό παλιομοδίτικο σουτιέν της.

Κάποια στιγμή μου ζήτησε να σταματήσω για να πάει στην τουαλέτα. – Γιατί να σταματήσω ρε συ, άσε την πόρτα ανοιχτή. – Καλά τρελός είσαι; Μου λέει. – Γιατί ρε συ, άσε με να συνεχίσω για να μη χάσουμε τον ειρμό. – Καλά είσαι θεόμουρλος, μου είπε και έκλεισε την πόρτα.

Την περίμενα να βγει και συνέχισα. Είχε λίγο ηρεμήσει, και της το είπα. – Ρε Γιωργία, είδες που χαλάρωσες. Γι’ αυτό σου είπα να αφήσεις την πόρτα ανοιχτή για να με ακούς που θα σου διάβαζα και δεν θα έχανες τη σειρά σου. – Συνέχισε τώρα ρε Δημήτρη και μη με πειράζεις.

Κάθισε στην ίδια θέση που καθόταν και πριν. Εγώ πήγα και ξάπλωσα δίπλα της, συνεχίζοντας να διαβάζω το καυλωτικότατο κείμενο. Δεν αντέδρασε ούτε τραβήχτηκε. Τα κορμιά μας είχαν ακουμπήσει. Κάποια στιγμή ένιωσα να μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου και το πρόσωπό.

Γύρισα και την είδα στα μάτια, και αυτή έσκυψε και με φίλησε στα χείλη. Απλά με άγγιξε. Της έπιασα το κεφάλι, και την φίλησα κανονικά με γλώσσα. Δεν προσπάθησε να τραβηχτεί ούτε να φύγει. Συνέχισα να διαβάζω. Όπως ήταν καθιστή στο κρεβάτι, το κεφάλι μου ήταν δίπλα στο στήθος της.

Είχα τελειώσει μια παράγραφο με ένα τρελό γαμήσι, όπως το περιγράφει ο Εμπειρίκος, και ένιωθα την καύλα μου να ξεχειλίζει από όλους μου τους πόρους. Έστριψα το κεφάλι μου, άνοιξα το στόμα μου, και της δάγκωσα ελαφρά τη ρώγα πάνω από το λεπτό πουλοβεράκι που φορούσε.

Είπε ένα πνιχτό «αχ, μη σε παρακαλώ» και μου αγκάλιασε το κεφάλι και μου το έσφιξε πάνω στο στήθος της. – Δημήτρη, ας μην συνεχίσουμε, δεν μπορώ …. – Γιατί ρε Γιωργία, δεν σου αρέσει. – Τρελαίνομαι και μου αρέσει πολύ, αλλά δεν μπορώ σήμερα. – Τι έχεις και δεν μπορείς. – Είμαι αδιάθετη, συγγνώμη. – Δε με νοιάζει Γιωργία.

Μπορούμε να κάνουμε τόσα άλλα πράγματα. Είμαι πολύ ερεθισμένος. Το βλέπεις, άλλωστε. – Δημήτρη δεν το έχω ξανακάνει, και φοβάμαι. – Δεν θες να συνεχίσουμε και να πάμε με προσοχή μέχρι όπου αντέχεις.

Όλη την ώρα που συζητούσαμε είχα βάλει το χέρι μου μέσα από το μπλουζάκι της, και της χάιδευα την κοιλίτσα. Δεν τολμούσα να πάω στο στήθος της ούτε φυσικά πιο κάτω στην τούφα της.

Όταν ολοκλήρωσα και την τελευταία λέξη μου, με αγκάλιασε, και με φίλησε. Συνέχισα το φιλί με γλώσσα, και της έπιασα το στήθος με την χούφτα μου. Δεν τον τολμούσα να πάω παραπάνω. Όλα αυτά τα έκαναν αντίποινα του κειμένου που διάβαζα.


error: