Η πρωην μου – Η Εκδικηση 5

Ήταν Σάββατο απόγευμα και στο σπίτι η γυναίκα μου έκανε ετοιμασίες. Το απόγευμα θα ερχόταν η κουνιάδα μου μαζί με μια φίλη της για φαγητό. Μετά το περιστατικό στο γραφείο μου δεν είχαμε ξαναβρεθεί, δεν είχαμε ξαναμιλήσει ούτε με αυτήν ούτε με την Πένυ. Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξη μου όταν έμαθα ότι θα ερχόταν για φαγητό. Το κουδούνι χτύπησε κατά τις οκτώ κι εγώ άνοιξα την πόρτα για να βρεθώ μπροστά στην κουνιάδα μου και… την Πένυ!

Είχα πάθει σοκ, τα είχα σχεδόν χαμένα! Η κουνιάδα μου με χαιρέτισε γελώντας και μου σύστησε την Πένυ. Η γυναίκα μου αφού χαιρέτισε φώναξε την αδελφή της στην κουζίνα κι εγώ έμεινα με την Πένυ στο σαλόνι που μου χαμογέλαγε αινιγματικά. Τι εκβιασμός ήταν αυτός; Σύντομα αρχίσαμε να τρώμε. Τα κορίτσια είχαν φέρει δυο μπουκάλια με κρασί. Ένα κόκκινο και ένα λευκό. Είχαμε ανοίξει και τα δυο αλλά εγώ και η γυναίκα μου πίναμε μόνο λευκό. Οι γυναίκες είχαν πιάσει την κουβέντα κι εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και έτσι πριν το καταλάβω ο ύπνος με πήρε μισοξαπλωμένο πάνω στην πολυθρόνα. Ξύπνησα με μια ευχάριστη αίσθηση. Ένα ζεστό στόμα είχε πάρει τον πούτσο μου στο στόμα ενώ παράλληλα ένιωθα τα αρχίδια μου παγωμένα. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη γυναίκα μου να μου κάνει ένα βαθύ ζεστό τσιμπούκι, με τα μάτια μισόκλειστα, ενώ κάποιος την κράταγε από τα μαλλιά και της έδινε οδηγίες:

– «Πάρτον όλο μέσα στο στόμα σου. Γλείψε τον καλά. Θα σου μάθω εγώ πως να του κάνεις τσιμπούκι του αντρούλη σου…» Ήταν η Πένυ, που στεκόταν όρθια και την οδηγούσε από το μαλλί την ώρα που η κουνιάδα μου ανάμεσα στα πόδια την έγλειφε. Ήμουν θολωμένος και όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε τρεις γυναίκες δεν ρωτάς. – «Φτάνει!», φώναξε η Πένυ. Τράβηξε τη γυναίκα μου από τα μαλλιά και την έριξε στην πολυθρόνα απέναντι μου. Της έδωσε το μπουκάλι με το κρασί και την έβαλε να πιει. Η γυναίκα μου ήταν φανερά μεθυσμένη, δεν είχε πλέον κανένα έλεγχο και αναστολή. Πήρε το μπουκάλι και άρχισε να πίνει.

– «Τώρα η αδελφούλα σου θα γαμήσει τον αντρούλη σου. Γουστάρεις;» Η γυναίκα άρχισε να χαχανίζει. Εγώ προσπάθησα να σηκωθώ μόνο και μόνο για να καταλάβω μέσα στη θολούρα μου ότι ήμουν ανήμπορος να κουνηθώ. Το παντελόνι μου ήταν κατεβασμένο στα γόνατα και το κεφάλι μου γύρναγε. Η κουνιάδα μου με μια σπρωξιά με έριξε πάλι στην καρέκλα κι ήρθε από πάνω μου. Με τα δάχτυλα της μάζεψε τα σάλια της αδελφής της και άρχισε να χαϊδεύει την κλειτορίδα της την ώρα που προσπαθούσε να χώσει τον πούτσο μου στο στενό μουνάκι της.

– «Κοίτα την πως θα τον καβαλήσει. Κοίτα την αδελφούλα σου! Έχεις γλείψει ποτέ μουνί;», ρώτησε η Πένυ. Πριν πάρει απάντηση, στάθηκε μπροστά στην γυναίκα μου και χύνοντας κρασί πάνω στο μουνάκι της διέταξε την γυναίκα μου να το γλείψει. Η κουνιάδα κουνιόταν αργά πάνω – κάτω στην πούτσα μου, η γυναίκα μου ρουφούσε το μουνάκι της Πένυς κι εκείνη διαρκώς την έβριζε:

– «Ρούφα μωρή καριολίτσα! Ρούφα! Θα τον ξεζουμίσουμε τον αντρούλη σου απόψε κι εσύ θα μας γλείφεις τα μουνάκια μας και θα σηκώνεις τον πούτσο του αντρούλη σου!» Ξαφνικά η κουνιάδα μου άρχισε να τραντάζεται και έχυσε μέσα σε κραυγές. Η Πένυ την κατέβασε από πάνω μου, σχεδόν την πέταξε στο χαλί. Άρπαξε τον πούτσο μου και κλείνοντας το μάτι στην γυναίκα μου της είπε:

– «Δεν σε πειράζει να τον ρουφήξω κι εγώ; Κοίτα πως θα τον κάνω να χύσει…» Με πήρε στο στόμα της και με το ένα χέρι μου μάλαζε τα αρχίδια. Με τη γλώσσα της μου πίεζε το κεφάλι του πούτσου μου. Δεν άντεξα ούτε δέκα δευτερόλεπτα. Η Πένυ πήρε όλα τα χύσια μου στο στόμα της και τα μοιράστηκε με ένα φιλί στο στόμα με την γυναίκα μου. Μετά την άρπαξε πάλι βίαια και την έβαλα να με πάρει πάλι στο στόμα της.

– «Τα μπλε χαπάκια κάνουν θαύματα!», γέλασε βλέποντας την πούτσα μου να ξανανεβαίνει. Δρασκέλησε την γυναίκα μου και ήρθε από πάνω από τον πούτσο μου. Άρχισε να τρίβεται πάνω μου ενώ με έκπληξη μου διαπίστωσα ότι η γυναίκα μου κρατούσε την πούτσα μου και προσπαθούσε να την βάλει στο μουνί της Πένυς.

Η Πένυ κάθισε πάνω μου βγάζοντας ένα μικρό αναστεναγμό. Από πίσω της η γυναίκα μου έγλειφε τα αρχίδια μου. Η κουνιάδα μου πεσμένη στο χαλί χάιδευε με το ένα χέρι το μουνάκι της και με το άλλο το στήθος της.

– «Φέρε τα χέρια σου εδώ και σταμάτα να τον γλείφεις!», είπε προστακτικά η Πένυ. Πιάνοντας τα χέρια της γυναίκας μου έφερε το ένα στην κλειτορίδα της και το άλλο στο στήθος της. – «Έτσι… Σε γαμάω μπροστά στην γυναικούλα σου και μετά θα την περιποιηθώ κι εκείνη…» Ένιωθα ότι δεν θα άντεχα πολύ ακόμα. – «Θα χύσω…», μουρμούρισα. 

«Α… όχι!», φώναξε η Πένυ. Σηκώθηκε από πάνω μου αφήνοντας με σύξυλο. Πήγε στην τσάντα της και έβγαλε μια αλοιφή ξυλοκαίνης και την άπλωσε στον πουτσοκέφαλο μου. – «Μέχρι να δράσει αυτό, μας επιτρέπεις…» Έριξε ανάσκελα την γυναίκα μου πάνω στο χαλί δίπλα στην αδελφούλα της που φαινόταν να αργεί να ξαναχύσει και έφερε το μουνί της πάνω από το στόμα της γυναίκα μου. – «Γλείφε, γλείφε το μουνί μου!», είπε στην γυναίκα μου. Εκείνη χαζογελώντας μεθυσμένη υπάκουσε. Η Πένυ άρχισε να βογκάει και γέρνοντας μπροστά έφερε το χέρι της πάνω στο μουνάκι της γυναίκας μου και άρχισε να τη χαϊδεύει στην κλειτορίδα. Εγώ είχα στην πολυθρόνα να κοιτάω. Ξαφνικά η κουνιάδα μου σηκώθηκε πάνω.

– «Δεν μπορώ έτσι. Θέλω κι άλλο…», είπε. Έκατσε πάνω μου γυρνώντας μου την πλάτη, κοιτάζοντας την αδελφούλα της στα μάτια. – «Κοίτα αδελφούλα… πάντα πίστευα ότι όλα πρέπει να τα μοιραζόμαστε…», είπε και άρχισε να γαμιέται πάνω στην πούτσα μου. Πέρασα το χέρι μου και άρχισα να χαϊδεύω την κλειτορίδα της. Η αλήθεια είναι ότι δεν αισθανόμουν τίποτα λόγω της ξυλοκαίνης εκτός από την καύλα του θεάματος. Η κουνιάδα έχυσε σχεδόν αμέσως και η γυναίκα μου πάνω στο χαλί είχε σταματήσει να γλείφει την Πένυ. – «Ξάπλωσε κάτω!», με διέταξε η Πένυ, και τραβώντας με έριξε από την πολυθρόνα στο πάτωμα. Πιάνοντας την γυναίκα μου από τα μαλλιά την έβαλε να κάτσει πάνω στο πρόσωπο μου.

– «Έλα, γλείψε την τώρα!», είπε. Κι εγώ υπάκουσα. Η Πένυ έφυγε από το οπτικό μου πεδίο και ξαφνικά κατάλαβα γιατί. Ένα ζεστό μουνάκι καβαλούσε την πούτσα μου. Γύρισε στο πλάι και κοίταξα στον καθρέφτη. Η γυναίκα μου με γερμένο το κεφάλι πίσω την καταέβρισκε να την γλείφω ενώ η Πένυ καθισμένη πάνω στην πούτσα μου, ίσα που κουνιόταν! – «Εσύ γλείψε μου το στήθος!», διέταξε την κουνιάδα μου. Αυτή όμως αποκαμωμένη δεν κουνήθηκε καθόλου. Έπιασε λοιπόν από τα μαλλιά το κεφάλι της γυναίκας μου και το έφερε στο στήθος της. Η γυναίκα μου είχε βγάλει έξω τη γλώσσα της και έγλειφε τις ρώγες της Πένυς όσο αυτή με άρμεγε με το μουνάκι της. Έχυσαν και οι δυο ταυτόχρονα γέρνοντας η μια το κεφάλι της στον ώμο της άλλης και έπεσαν στο πλάι. Η γυναίκα μου αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Η Πένυ είχε πέσει αποκαμωμένη στο πλάι και η κουνιάδα μου κοιμόταν ήδη!

– «Εγώ; Τι θα γίνω εγώ;», ρώτησα με τα αρχίδια πρησμένα και το πουλί μου ακόμα όρθιο! – «Χεράκι δεν έχεις;», ρώτησε η Πένυ γελώντας ειρωνικά. Σηκώθηκα να πάω μέσα όταν χτύπησε ένα κινητό. Ήταν το κινητό της Πένυς. Γύρισε και άνοιξε την τσάντα της και το απάντησε. – «Έλα μωρό μου…» Η γκόμενα είχε θράσος. Δεν θα το άφηνα έτσι. Όπως μου μίλαγε με γυρισμένη την πλάτη της έκλεισα το στόμα και την γύρισα ανάσκελα στον καναπέ. Προσπάθησε να με διώξει σφίγγοντας τα πόδια της. Της έκανα σήμα να κάνει ησυχία.

– «Εγώ είμαι εδώ με μια φίλη μου για φαγητό…» Της άνοιξα τα πόδια και καρφώθηκα μέσα της! – «Ναι ήταν καλό το φαγητό!» Καθώς τη γάμαγα αργά έσκυψα στο άλλο αφτί από αυτό που κρατούσε το κινητό της.

– «Κράτησε τον στο κινητό μέχρι να χύσω στο μουνάκι σου». – «Γιατί λαχανιάζω; Έχω βγει στο μπαλκόνι και κάνει κρύο. Αμάν πια με την καχυποψία σου!» – «Θα σε χύσω. Θα χύσουμε μαζί;», της ψιθύρισα. Μόλις τελείωσα τη φράση μου το μουνάκι της άρχισε να συσπάται, πιέζοντας την πούτσα μου, κάνοντας με να αρχίσω να χύνω μαζί της… – «Τελειώνω! Τελειώνω!», φώναξε η Πένυ.

«Τελειώνω κι έρχομαι!» Συνεχίζεται…

error: