Η μαμά μου είναι μουνάρα και από τα νιάτα της πρέπει να έκανε πολλούς άντρες να τον παίζουν για τα ψηλά της μπούτια. Γυμνίστρια στις παραλίες, είχα δει να την χαλβαδιάζουν, επειδή με είχε πάντα μαζί της. Είχα εξοικειωθεί με το κορμί της, την κωλάρα της και τις σκληρές της ρώγες. Από βρέφος, κάτι με έκανε πάντα να θέλω να κολλάω πάνω της, και να νιώθω πως μπορώ κι εγώ να της δίνω μια αγκαλιά, κάτι που την έκανε να νιώθει ανατριχίλα.
Ήταν αδύνατον να ζήσει με έναν άντρα, κι αυτό ακόμα κι ο πατέρας μου δεν το άντεξε, να έχει γυναίκα κάποια που όλοι ονειρεύονταν να την χουφτώσουν και να της βγάλουν όλες τις φαντασιώσεις της.
Μεγαλώσαμε οι δυο μας, και είχαμε δυνατή εξάρτηση ο ένας από τον άλλον. Ένας γκόμενος που είχε μακρόχρονη σχέση μαζί της, της έκανε να μουγκρίζει τόσο, που την άκουγα μέσα στον ύπνο μου και από πολύ μικρός ήξερα πως δεν θα ησυχάσω αν δεν έκανα δικό μου το μουνάκι της. Έπρεπε να την κάνω να χύσει -κι ας μην ήξερα τότε το πως το λένε- με το δικό μου άγγιγμα, να γίνω άντρας στα μάτια της, να πάρω δυναμικά θέση στο μυαλό της και στην σεξουαλικότητά της.
Συχνά, όταν την έβλεπα κουρασμένη, προσφερόμουν να της κάνω μασάζ στην πλάτη. Συχνότερα, έβρισκα σαχλές αφορμές να παίζω μαζί της και να κολλάω τα μούτρα μου στο στήθος της χωρίς να τολμάω να φιλήσω τις ρώγες της.
Εκείνη πάλι, πάντα φόραγε πολύχρωμα μονοκόμματα φουστάνια που άφηναν το μισό κωλομέρι της να το θαυμάζουν όλοι, δεν έχασε ποτέ το πρόστυχο βλέμμα της, και οι γόβες της ήταν πάντα σημείο αναφοράς για το πως μια γυναίκα μπορεί να καυλώσει όλο τον κόσμο.
Τα βράδια που είμαστε μόνοι μας, σκεπαζόμουν με κουβέρτα δίπλα της στον καναπέ, της χάιδευα τα μαλλιά, και τριβόμουν επάνω της, και να προσπαθώ να κάνω το σώμα της να αναστατωθεί. Σε μια τέτοια στιγμή, ο γκόμενος της τηλεφώνησε, και την έκανε να καυλώσει. Την έβαλε να με σφίξει επάνω της και να νιώθει εκείνος από το τηλέφωνο, το πως σκλήραιναν οι ρώγες της μαμάς από το δικό μου χάδι.
Μάτι δεν έκλεισα αυτό το βράδυ… έψαχνα κάθε ελάχιστη αφορμή να την κάνω να ασχοληθεί μαζί μου…
Έκανα μπάνιο, και την φώναζα να με σκουπίσει.
Όλα συνέβησαν χωρίς να περάσουν δεκαετίες. Μερικά χρόνια αργότερα…
Κουρασμένη από τη δουλειά, και αφού είχε βγει με παρέα για φαγητό και ποτό, ξάπλωσε μισομεθυσμένη να συνέλθει.
Βρήκα το πρόσχημα ιδανικό, και της πρόσφερα όσα είχε ανάγκη, από ένα ποτήρι νερό, μέχρι λίγο παρέα, λίγο συμπαράσταση με το να χαϊδεύω το κεφάλι της, και τέλος έβαλα το χέρι μου κάτω από τη μπλούζα της για να της τρίβω την πλάτη. Σα να το περίμενε υπομονετικά… και υποτακτικά!
Ο μισός αναστεναγμός της, ήταν η αρχή. Χούφτωνα επιτέλους το αντικείμενο του πόθου μου, και εκείνη ανταποκρινόταν με βαθιές αναπνοές. Σιγά – σιγά, κατέβασα το χέρι στη μέση της, κι αφού δεν έδειξε να έχει αντιρρήσεις, σήκωσα το βρακάκι της με τις άκρες των δαχτύλων μου. Τι ήταν κι εκείνο το συναίσθημα Θεέ μου!!!
Ανασηκώθηκε ελαφρά, και έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της.
– «Αχ!!!», είπε. «Συνέχισε να τρίβεις την πλάτη της μαμάς…»
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση της, και το χέρι μου είχε πιάσει με όση δύναμη είχα ως παιδί το ένα της κωλομέρι, και το μάλαζα αργά για να την κάνω να νιώσει καλύτερα.
Το μουγκρητό και η ηδονή που πάντα περίμενα να πάρω από κορμί της, είχαν αποκτήσει ήχο και υπόσταση. Ήταν εδώ κι εγώ καθισμένος πάνω στα πόδια της, ήξερα πολύ καλά τι έκανε με το χεράκι της που έβαζε δάχτυλο στο μουνί της, και ακούμπησα το στόμα στο λαιμό της, για να της πω:
– «Ηρέμησε μανούλα… εγώ είμαι εδώ, και δεν θα σε αφήσω να πάθεις τίποτα κακό…»
Τα λόγια μου σαν να έφτασαν στο βαθύτερο σημείο του κορμιού της, και μου απάντησε:
– «Ναι αγόρι μου! Αγάπα τη μαμά, και κάνε μου λίγο μασάζ ακόμη…»
Δεν ήξερα καλά – καλά το τι έκανα, αλλά τα δάχτυλά μου από ένστικτο γλίστρησαν από πίσω στην χαραμάδα της. Σαν τάχα να μην καταλαβαίνω τίποτα, έτριψα αθώα την κωλοτρυπίδα της, και αμέσως έφτασα στην κλειτορίδα όπου συνάντησα το δικό της χέρι. Τα δάχτυλά μας ακούμπησαν και ένας τρελός ηλεκτρισμός μας χτύπησε και τους δύο. Ήταν πια αδύναμη, και όλα πέρναγαν από το χέρι μου. Εγώ είχα τον έλεγχο του παιχνιδιού, και ό,τι αποφάσιζα θα το ακολουθούσε!
Αυτό που άκουγα στα αυτιά μου, ήταν ότι περίμενα χρόνια! Το καυλάκι μου το ένιωθα σκληρό να σπρώχνει την άγουρη και πρόστυχη καύλα του στα πόδια της. Τριβόμουν πάνω στο μπούτι της και αισθάνθηκα πως θα εκραγώ!
Η στιγμή ήταν οριακή, και δεν ήθελε ούτε εκείνη, ούτε κι εγώ να την χαλάσουμε. Την έστριψα όπως το είχε συνηθίσει, και ξάπλωσα επάνω στο στήθος της. Τα χείλια μου επιτέλους ακουμπούσαν τις ρώγες της, και ρούφηξα με τεράστια απληστία την κάβλα της όλη! Με το χέρι μου μέσα στο στρινγκάκι της την άκουσα να έχει τον απόλυτο οργασμό.
Αυτόν που της είχα προσφέρει εγώ! Αυτόν το οργασμό που τον ρούφηξα από το στήθος της, κι εκείνη μου τον έχωνε με τη ρώγα της στο στόμα!
Η μαμά μου είναι μουνάÏα και από τα νιάτα της Ï€ÏÎπει να Îκανε πολλοÏÏ‚ άντÏες να τον παίζουν για τα ψηλά της μποÏτια. ΓυμνίστÏια στις παÏαλίες, είχα δει να την χαλβαδιάζουν, επειδή με είχε πάντα μαζί της. Είχα εξοικειωθεί με το κοÏμί της, την κωλάÏα της και τις σκληÏÎÏ‚ της Ïώγες. Από βÏÎφος, κάτι με Îκανε πάντα να θÎλω να κολλάω πάνω της, και να νιώθω πως μποÏÏŽ κι εγώ να της δίνω μια αγκαλιά, κάτι που την Îκανε να νιώθει ανατÏιχίλα.
Ήταν αδÏνατον να ζήσει με Îναν άντÏα, κι αυτό ακόμα κι ο πατÎÏας μου δεν το άντεξε, να Îχει γυναίκα κάποια που όλοι ονειÏεÏονταν να την χουφτώσουν και να της βγάλουν όλες τις φαντασιώσεις της.
Μεγαλώσαμε οι δυο μας, και είχαμε δυνατή εξάÏτηση ο Îνας από τον άλλον. Ένας γκόμενος που είχε μακÏόχÏονη σχÎση μαζί της, της Îκανε να μουγκÏίζει τόσο, που την άκουγα μÎσα στον Ïπνο μου και από Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î¹ÎºÏός ήξεÏα πως δεν θα ησυχάσω αν δεν Îκανα δικό μου το μουνάκι της. ΈπÏεπε να την κάνω να χÏσει -κι ας μην ήξεÏα τότε το πως το λÎνε- με το δικό μου άγγιγμα, να γίνω άντÏας στα μάτια της, να πάÏω δυναμικά θÎση στο μυαλό της και στην σεξουαλικότητά της.
Συχνά, όταν την Îβλεπα κουÏασμÎνη, Ï€ÏοσφεÏόμουν να της κάνω μασάζ στην πλάτη. ΣυχνότεÏα, ÎβÏισκα σαχλÎÏ‚ αφοÏμÎÏ‚ να παίζω μαζί της και να κολλάω τα μοÏÏ„Ïα μου στο στήθος της χωÏίς να τολμάω να φιλήσω τις Ïώγες της.
Εκείνη πάλι, πάντα φόÏαγε πολÏχÏωμα μονοκόμματα φουστάνια που άφηναν το μισό κωλομÎÏι της να το θαυμάζουν όλοι, δεν Îχασε ποτΠτο Ï€Ïόστυχο βλÎμμα της, και οι γόβες της ήταν πάντα σημείο αναφοÏάς για το πως μια γυναίκα μποÏεί να καυλώσει όλο τον κόσμο.
Τα βÏάδια που είμαστε μόνοι μας, σκεπαζόμουν με κουβÎÏτα δίπλα της στον καναπÎ, της χάιδευα τα μαλλιά, και Ï„Ïιβόμουν επάνω της, και να Ï€Ïοσπαθώ να κάνω το σώμα της να αναστατωθεί. Σε μια Ï„Îτοια στιγμή, ο γκόμενος της τηλεφώνησε, και την Îκανε να καυλώσει. Την Îβαλε να με σφίξει επάνω της και να νιώθει εκείνος από το τηλÎφωνο, το πως σκλήÏαιναν οι Ïώγες της μαμάς από το δικό μου χάδι.
Μάτι δεν Îκλεισα αυτό το βÏάδυ… Îψαχνα κάθε ελάχιστη αφοÏμή να την κάνω να ασχοληθεί μαζί μου…
Έκανα μπάνιο, και την φώναζα να με σκουπίσει.
Όλα συνÎβησαν χωÏίς να πεÏάσουν δεκαετίες. ΜεÏικά χÏόνια αÏγότεÏα…
ΚουÏασμÎνη από τη δουλειά, και Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï‡Îµ βγει με παÏÎα για φαγητό και ποτό, ξάπλωσε μισομεθυσμÎνη να συνÎλθει.
Î’Ïήκα το Ï€Ïόσχημα ιδανικό, και της Ï€ÏόσφεÏα όσα είχε ανάγκη, από Îνα ποτήÏι νεÏÏŒ, μÎχÏι λίγο παÏÎα, λίγο συμπαÏάσταση με το να χαϊδεÏω το κεφάλι της, και Ï„Îλος Îβαλα το χÎÏι μου κάτω από τη μπλοÏζα της για να της Ï„Ïίβω την πλάτη. Σα να το πεÏίμενε υπομονετικά… και υποτακτικά!
Ο μισός αναστεναγμός της, ήταν η αÏχή. ΧοÏφτωνα επιτÎλους το αντικείμενο του πόθου μου, και εκείνη ανταποκÏινόταν με βαθιÎÏ‚ αναπνοÎÏ‚. Σιγά – σιγά, κατÎβασα το χÎÏι στη μÎση της, κι Î±Ï†Î¿Ï Î´ÎµÎ½ Îδειξε να Îχει αντιÏÏήσεις, σήκωσα το βÏακάκι της με τις άκÏες των δαχτÏλων μου. Τι ήταν κι εκείνο το συναίσθημα ΘεΠμου!!!
Ανασηκώθηκε ελαφÏά, και Îβαλε το χÎÏι της ανάμεσα στα πόδια της.
– «Αχ!!!», είπε. «ΣυνÎχισε να Ï„Ïίβεις την πλάτη της μαμάς…»
Δεν είχε Ï€Ïολάβει να τελειώσει τη φÏάση της, και το χÎÏι μου είχε πιάσει με όση δÏναμη είχα ως παιδί το Îνα της κωλομÎÏι, και το μάλαζα αÏγά για να την κάνω να νιώσει καλÏτεÏα.
Το μουγκÏητό και η ηδονή που πάντα πεÏίμενα να πάÏω από κοÏμί της, είχαν αποκτήσει ήχο και υπόσταση. Ήταν εδώ κι εγώ καθισμÎνος πάνω στα πόδια της, ήξεÏα Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ τι Îκανε με το χεÏάκι της που Îβαζε δάχτυλο στο μουνί της, και ακοÏμπησα το στόμα στο λαιμό της, για να της πω:
– «ΗÏÎμησε μανοÏλα… εγώ είμαι εδώ, και δεν θα σε αφήσω να πάθεις τίποτα κακό…»
Τα λόγια μου σαν να Îφτασαν στο βαθÏτεÏο σημείο του κοÏÎ¼Î¹Î¿Ï Ï„Î·Ï‚, και μου απάντησε:
– «Îαι αγόÏι μου! Αγάπα τη μαμά, και κάνε μου λίγο μασάζ ακόμη…»
Δεν ήξεÏα καλά – καλά το τι Îκανα, αλλά τα δάχτυλά μου από Îνστικτο γλίστÏησαν από πίσω στην χαÏαμάδα της. Σαν τάχα να μην καταλαβαίνω τίποτα, ÎÏ„Ïιψα αθώα την κωλοτÏυπίδα της, και αμÎσως Îφτασα στην κλειτοÏίδα όπου συνάντησα το δικό της χÎÏι. Τα δάχτυλά μας ακοÏμπησαν και Îνας Ï„Ïελός ηλεκτÏισμός μας χτÏπησε και τους δÏο. Ήταν πια αδÏναμη, και όλα Ï€ÎÏναγαν από το χÎÏι μου. Εγώ είχα τον Îλεγχο του παιχνιδιοÏ, και ÏŒ,τι αποφάσιζα θα το ακολουθοÏσε!
Αυτό που άκουγα στα αυτιά μου, ήταν ότι πεÏίμενα χÏόνια! Το καυλάκι μου το Îνιωθα σκληÏÏŒ να σπÏώχνει την άγουÏη και Ï€Ïόστυχη καÏλα του στα πόδια της. ΤÏιβόμουν πάνω στο μποÏτι της και αισθάνθηκα πως θα εκÏαγώ!
Η στιγμή ήταν οÏιακή, και δεν ήθελε οÏτε εκείνη, οÏτε κι εγώ να την χαλάσουμε. Την ÎστÏιψα όπως το είχε συνηθίσει, και ξάπλωσα επάνω στο στήθος της. Τα χείλια μου επιτÎλους ακουμποÏσαν τις Ïώγες της, και ÏοÏφηξα με τεÏάστια απληστία την κάβλα της όλη! Με το χÎÏι μου μÎσα στο στÏινγκάκι της την άκουσα να Îχει τον απόλυτο οÏγασμό.
Αυτόν που της είχα Ï€ÏοσφÎÏει εγώ! Αυτόν το οÏγασμό που τον ÏοÏφηξα από το στήθος της, κι εκείνη μου τον Îχωνε με τη Ïώγα της στο στόμα!