Ρικότα

 Απ’ την ενηλικίωση μου και μετά που έφυγα απ’ το πατρικό μου και κατάφερα επιτέλους να κάνω δραστικές αλλαγές στη ζωή μου μπόρεσα να διαφοροποιηθώ κατά πολύ απ’ το άτομο που ήμουν ως τότε και να βρω την πραγματική μου κλίση σε αρκετά θέματα. Κατ’ αρχήν κατάφερα να αδυνατίσω που ήταν και το σημαντικότερο βήμα για ‘μενα ώστε να τα βρω με τον εαυτό μου. Δε μπορώ να ξεχάσω στιγμή πως ένιωσα όταν μπήκα σε κάποιο μαγαζί ρούχων με το φόβο που είχα όλη μου τη ζωή πως δε θα μου κάνουν τα ρούχα που μ’ αρέσουν και συνειδητοποίησα πως σχεδόν τα πάντα μου ήταν μεγαλύτερα. Κυριολεκτικά εκείνη την ημέρα φόρεσα τόσα πολλά ρούχα που δεν πρέπει να έχω ξαναδοκιμάσει. Μα και το βλέμμα που μου έριχνε η υπάλληλος -περίπου στην ηλικία μου, όχι πολύ όμορφη αλλά με σωματάκι πολύ φίνο- ήταν μια μορφή επιβεβαίωσης που με έφτιαξε ακόμη περισσότερο. 

 Σύντομα έπρεπε ουσιαστικά να αλλάξω όλη μου τη ζωή, αλλά η διατροφή έγινε το φετίχ μου. Πέρασα ατελείωτες ώρες διαβάζοντας σχετικά με θρεπτικά συστατικά, θερμίδες, θεωρίες για το μεταβολισμό και συνεχώς μου άρεσε να ενημερώνομαι σχετικά. Τελικά επέλεξα αυτό τον κλάδο για να ασχοληθώ και επαγγελματικά ως χημικός τεχνολόγος τροφίμων. Βέβαια μπορεί να το σπούδασα αλλά να βρω μια σχετική δουλειά ήταν ένα άλλο θέμα και γρήγορα απογοητεύτηκα. Τελικά κατέληξα να δουλεύω σε μια μεγάλη εταιρία εισαγωγής τροφίμων στην τηλεφωνική γραμμή επεξηγήσεων και παραπόνων. Δουλειά κομματάκι αγχωτική αλλά ενδιαφέρουσα και ποτέ τυφλοσούρτη. Κάθε άνθρωπος είχε κάτι διαφορετικό να ρωτήσει, ή να πει.

 Η τελευταία μεγάλη μου τρέλα ήταν τα τυριά που είχαν γίνει η κορωνίδα της διατροφής μου. Έτσι όταν άνοιξε στη γειτονιά μου ένα απειροελάχιστο τυροπωλείο έγινα αμέσως πελάτης. Η ιδιοκτήτρια ήταν η Βίκυ. Εκοσιπέντε χρονών πάνω κάτω. Θα μπορούσα να την πω στρουμπουλή με στητή μέση σα να κατάπιε μαγκούρα, κοιλίτσα ή καλύτερα αγύμανστα πιασίματα. Τα βυζιά της ήταν τεράστια, πολύ στητά και μακρουλά που κάλλιστα θα μπορούσε να τα δει χωρίς καν να σκύψει το κεφάλι της. Είχε αδύνατα μπράτσα και ήταν πανύψηλη με αποτέλεσμα τα πόδια της να είναι σχεδόν όσα και μιας κανονικής κοπέλας. Το πρόσωπο της ήταν σπαρμένο με σλάβικα χαρακτηριστικά, πάλευκο δέρμα με λίγες πολύ αχνές φακίδες και ελαφρώς φουκωτά μάγουλα, ενώ τα μάτια ήταν καταγάλανα και διαυγή. Υπερκινητική, ευσυνείδητη στη δουλειά της και μ’ αυτή την πολύ ιδιαίτερη ένρινη φωνή που έχουν μερικές κι ενώ είναι τόσο εκνευριστικός ήχος εντούτοις όσες έχω γαμήσει πάντα βγάζανε λεπτές κραυγούλες στα όρια της βραχνάδας πολύ καυλωτικές. Πάντως ένα είναι το σίγουρο, είχε κωλάρα! Αρκετά μεγάλη σαν τεράστιο μήλο, στητή κι έτοιμη για πολλά κόλπα. Κάποιο βράδυ που την πέτυχα στο δρόμο ενώ ξεμάκραινε τον κουνούσε πολύ σεξουαλικά. Αν και στρουμπουλή πράγμα που μου έκανε εντύπωση δεν υπήρξε ούτε ένας άντρας να μη γυρίσει να την κοιτάξει μ’ αυτό το λάγνο βλέμμα της ονειροπόλησης του αρπακτικού που εμείς οι ίδιοι ξέρουμε να αναγνωρίζουμε στους ομοίους μας.

 Μερικές γυναίκες απλά το ‘χουν! Κι είναι τρομερό εργαλείο όταν δεν το ξέρουν. ΚΙ η Βίκυ δε μου έδινε την εντύπωση πως το ήξερε.Ο μοναδικός τύπος άλλωστε που την είχα δει κάποιες φορές ήταν ένας κοντόχοντρος με λίγα μαλλιά, μουστάκι, μονίμως με το κεφάλι να κοιτάει τη γή που πρέπει να της έριχνε τουλάχιστον μια δεκαπενταετία. Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πει πως ήταν ερωτευμένοι ή είδε την ψυχή μέσα του και διάφορα άλλα, μα το γέγονος παρέμενε πως για κάποιο λόγο μια τόσο νέα γυναίκα στράφηκε να κοιτάξει έναν τέτοιο τύπο. Εμένα πάντως η γενική εμφάνιση και το στυλάκι της αυτολυπησης μου ‘δειχνε πως ήταν σαραντάρης.

 Τελευταία που διαχειριζόμουν μια γραμμή μόνος μου που αφορούσε κάποια προιόντα ιδιωτικής ετικέτας που είχαμε λανσάρει η δουλειά είχε φτάσει στα όρια του εξοντωτικού πρηξίματος. Έτσι λοιπόν χρησιμοποίησα τη Βίκυ για να ξεσπάσω. Πήγαινα και της ζητούσα κάθε Τρίτη -ήταν η μέρα που συνήθως κουραζόμουν περισσότερο- ρικότα. Ένα τυρί που εγώ λατρεύω εκείνη όμως δε μπορούσε να φέρει γιατί όπως μου είχε εξηγήσει της ζητούσαν να παραγγείλει μεγάλη ποσότητα κι εκείνη δε μπορούσε να απαιτήσει να την καταναλώσω όλη εγώ γιατί μετά θα έπρεπε ν’ αγοράσω φορτηγό ψυγείο. Αυτά ειπώθηκαν μια απ’ τις πρώτες φορές που ήταν αρκετά ευγενική.

 Επιπλέον οι Τρίτες είχαν κι ένα ακόμη χαρακτηριστικό. Ήταν οι ημέρες που το βραδάκι την ώρα που έφτανα στο μαγαζί της είχε και την περισσότερη πελατεία με αποτέλεσμα να έχω δημιουργήσει ένα οφείλω πλέον να ομολογήσω ιδιαίτερα εκνευριστικό σκετσάκι όπου ζητούσα τη ρικότα μου, απαντούσε ευγενικά αρνητικά και ακριβώς τη στιγμή που ρωτούσε ευγενέστατα πάντα αν θέλω κάτι άλλο, πριν καν ολοκληρώσει τη φράση της, έστρεφα τα πόδια μου με το σώμα τελευταίο σαν μια μορφή πιρουέτας και δίχως λέξη αποχωρούσα. Το είχα βρει αστειάκι και μια ευκαιρία να εκνευρίσω κι εγώ κάποιον με τη σειρά μου, όπως εγώ ανεχόμουν τόσους και τόσους καθημερινά.

 Ήταν πάντα ένα αστείο, ούδεποτε είχε περάσει κάτι πονηρό απ’ το μυαλό μου. Άλλωστε η κοπέλα μου, Εριφύλη μπορεί να μην είχε τόσο όμορφο πρόσωπο, αλλά το σώμα της θα ανάσταινε και τον Καζανόβα, επίσης τα έκανε όλα χωρίς να παραπονιέται και το ευχαριστιόταν κιόλας. Επίσης ήταν πειθήνια, δεν καυγάδιζε ποτέ ένω είχε μια επίδραση πάνω μου που με κάλμαρε όσο στρεσαρισμένος κι αν ήμουν. Χατήρια δε μου χάλαγε, πάντα ήταν πρόθυμη να μ’ ακολουθήσει στις τρέλες μου. Βέβαια επειδή δεν της άρεσαν τα αστεία που συχνά έκανα στους άλλους και εξέφραζε πάντοτε τη δυσαρέσκεια της πιστεύω πως αν γνώριζε πόσο γουρούνι ήμουν κάθε φορά που πήγαινα στο μαγαζί της Βίκυς θα μ’ έφτυνε. 

 Εκείνη την Τρίτη πάντως ίσως επειδή ήταν μετά την Καθαρά Δευτέρα κι όλοι είχαν φάει του σκασμού ή απλά είχαν ξοδέψει όλα τους τα λεφτά σε χαρταετούς και ταβέρνες το μαγαζάκι της ήταν άδειο. Εκείνη καθόταν στο σκαμπό πίσω απ’ τη μεγάλη προθήκη με τα κίτρινα τυριά και διάβαζε ένα φυλλάδιο. Με κοιταξε αρχικά ειρωνικά και στη συνέχεια με μια ελπίδα -ίσως το κορίτσι όλη την ημέρα να είχε κάνει μηδενικό τζίρο- μου είπε σχεδόν με ενθουσιασμό

-Έφερα Ρικότα!

-Α μάλιστα πολύ ωραία! Θα το έχω στο νου μου,

έκανα χαρούμενα και μετά σοβάρεψα ψευτολυπημένα

-Σήμερα όμως ήρθα να πάρω Ανεβατό. Φαντάζομαι πως έχετε…

Έτριζε κι έσφιγγε τα δόντια όταν με κοίταζε με τα απίστευτα γαλανά μάτια της που εκείνη τη στιγμή θα έκοβαν διαμάντι

-Όχι δεν έχουμε

κι ύστερα άρχισε να φωνάζει, σχεδόν βράχνιασε η φωνή της και κοκκίνησε ολόκληρη

-ΟΥΤΕ ΘΑ ΦΕΡΟΥΜΕ! Με έχει ταράξει ρε φίλε στα καψόνια. Τί θες και έρχεσαι μου λες;;; Δεν πας να κοροιδέψεις κανέναν άλλο άνθρωπο!!

Κουβέντα δεν είπα, αισθάνθηκα πολύ άσκημα, το είχα παρατραβήξει και το ήξερα. Πολύ απλά χωρίς φιοριτούρες έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Μια τελευταία ματιά πάντως με έπεισε πως εκεί μέσα δε θα μπορούσα να ξαναμπώ. Τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει τούφες απ’ το προστατευτικό καπελάκι, ήταν κατακόκκινη και το στήθος της ανεβοκατέβαινε γοργά.

 Η αλήθεια είναι πως δε μπόρεσα να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ένιωθα πραγματικά μεγάλος βλάκας. Τελικά, το Σάββατο παραμόνεψα την ώρα του κλεισίματος και μπήκα μέσα στο μαγαζί της κρατώντας στο χέρι ένα γαρύφαλλο. Άφωνη είχε μείνει τη στιγμή που την πλησίασα, της το έδωσα και ζήτησα συγνώμη για τη συμπεριφορά μου. Έπειτα ζήτησα τη ρικότα και χωρίς να ρωτήσω πόσο κάνει άφησα τριάντα ευρώ κι έφυγα.

 Την επόμενη Τρίτη γυρνώντας στο σπίτι σεκλετισμένος από μια μαλακισμένη που επέμενε πως το γιαούρτι μας ήταν εισαγωγής κι όχι ελληνικό γιατί είχε δοκιμάσει ένα με παρόμοια υφή στη Γαλλία, πέρασα απ’ το μαγαζί της. Παράτησε τους πελάτες της και ήρθε μπροστά μου, μού έκλεισε το δρόμο και με ανάγκασε να αντικρύσω αυτά τα μάτια…

-Πολύ γκυκιά η κίνηση σου, είπε μαλακά

-…

-Θέλω να πιούμε καφέ μαζί.

-εεε.. μόλις σχόλασα και πάω να εεε… φάω κάτι και να κοιμηθώ

-Σε παρακαλώ περίμενε με δε θ’ αργήσω.

Έμεινα εκεί που ήμουν. Απ’ τη μια πεινούσα κι απ’ την άλλη αισθανόμουν πολύ άσκημα απ’ τη συμπεριφορά μου κι έπρεπε να μείνω.

-Τέλειωσα! μου χαμογέλασε χαρούμενα

– Πού πάμε;

Βρήκα τα λογικά μου και τη φωνή μου

-Φαντάζομαι κι εσύ πεινάς. Δεν έρχεσαι σπίτι μου να φάμε μαζί και να πιούμε και τον καφέ εκεί;

το είπα περισσότερο για ν’ αρνηθεί και να βγω απ’ τη δύσκολη θέση. Η μπλόφα πάντως δεν έπιασε.

-Ναι θα έρθω.

Όσο ετοίμαζα το φαγητό χάζευε τις αραδιασμένες φωτογραφίες των πρώην μου. Ναι! Για άλλη μια φορά το υπέρμετρο εγώ μου σε όλο του το μεγαλείο…

Σε όλη τη διάρκεια που τρώγαμε όποτε σήκωνα το κεφάλι μου με κοίταγε στα μάτια, ήταν άβολο για ‘μενα και αυτά τα μάτια ήταν εκπληκτικά και κρύβανε απιστευτη ένταση και ζωηράδα και τσαχπινιά. Με είχαν αιχμαλωτίσει.

Έκατσα στον καναπέ κι εκείνη στην κουζίνα μου ετοίμαζε καφέ. Ω! τι έκπληξη μαζί με τον καφέ έφερε και τη ρικότα που δεν είχα καν ανοίξει.

-Τί θα το κάνουμε αυτό; ρώτησα με απορία.

-Να…σκεφτόμουν μιας και δεν έχω φάει ποτέ να δοκιμάζαμε μαζί λίγο.

της άρεσε η ρικότα περισσότερο απ’ όσο σε ‘μενα ο καφές που έφτιαξε. Κι η ίδια μόρφασε. Τον άφησε παράμερα κι είπε πως άλλωστε ήταν πολύ αργά για καφέ. Σηκώθηκα για να βάλω μουσική.

-Άστο. Θα φύγω, είπε

-Κάτσε λίγο ακόμα;

-Γιατί να κάτσω; Σκοπεύεις να κάνεις καμιά κίνηση ή άδικα ήρθα;

έμεινα κάγκελο!!!

-Τί…τί εννοείς;

όπως στεκόμουν μπροστά της σηκώθηκε με πήρε απ’ το χέρι με πήγε στο κρεββάτι μου και με ξάπλωσε. Ουσιαστικά με το βάρος της με ακινητοποίησε. Άρχισε να με φυλάει στο στόμα πολύ παθιάρικα και να δαγκώνει τα χείλη μου. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο μου, τράβηξε δυνατά τις τρίχες στο στήθος μου

-Αου! αναφώνησα

με χαστούκισε

-Όλα εδώ πληρώνονται μωρό μου, είπε και με φίλησε πάλι και με δάγκωσε πάλι και με χαστούκισε πάλι.

Είχα καυλώσει απίστευτα. Μου έβγαλε το παντελόνι κι έκανε κάτι περίεργο, αντί να το πετάξει, το δίπλωσε και το έβαλε στην άκρη, κάτι έπρεπε να κάνω, κάπως να αντιδράσω να δείξω ποιός είναι ο άντρας

-Έτσι του τα διπλώνεις και του χοντρού πριν σε πηδήξει;

χαμογέλασε ειρωνικά, τα μαλλιά πέσανε στα μάτια της, πολύ βίαια μου έσκισε το μποξεράκι, τον έπιασε και τον έσφιξε με δύναμη

-Δικός μου είναι! Ό,τι θέλω θα τον κάνω

απ’ το πουθενά εμφανίστηκε η μαλακή ρικότα. Έχωσε όλο το χέρι της μέσα στο τυρί και όσο μάζεψε το άλειψε στην πούτσα μου και την έφαγε

-Μμμ…νόστιμη και στιφή,

μουρμούρισε και με κοίταξε πονηρά

-Σαν εσένα

της απάντησα με μια δόση κακίας και την την έχωσα σπρώχνοντας το κεφάλι της προς τα κάτω μέσα στο στόμα ως το λαρύγγι. Έβγαζε μόνο τη βάση του πούτσου μου απ’ το στόμα της ενώ με τη γλώσσα της έκανε κυκλάκια γύρω απ’ τη βάλανο μου. Με είχε καυλώσει πάρα πολύ. Η κοπέλα ήξερε να κάνει πίπα τέλος!

Γδύθηκε μόνη της στα γρήγορα. Πώπω! τα βυζιά της ήταν όντως θεσπέσια και ροδοκόκκινα όπως κι η κωλάρα της. Εκεί στόχευα. Απόψε αυτό τον κώλο θα τον έκανα δικό μου!!! Με καβάλησε και ξάπλωσε πάνω μου. Τι βυζιά ήταν αυτά! Γέμισε το στόμα μου, από κοντά φαίνονταν ακόμη και σ’ αυτά ελάχιστες φακιδούλες.

-Εκδίκηση!!!

φώναξα δυνατά χωμένος στο βυζόκοσμο και της δάγκωσα τη δεξιά ρώγα ψιλοδυνατά, ούρλιαξε. Από αργά που ανεβοκατέβαινε σταμάτησε τελείως κι έπειτα κόλλησε το σώμα της πάνω μου και ξεκίνησε φιλήδονα να κουνάει τη λεκάνη της με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Άρχισα να γλύφω και να δαγκώνω τα βυζιά της. Γαμώτο μου ήταν τεράστια και τέλεια!!

Το χέρι μου διέτρεξε τη λακουβίτσα στη μέση της κι έπειτα  πασπάτεψα τον κόκκυγα και μετά την τρυπίτσα της

-Όχι σε παρακαλώ-

είπε κλαψουριστά ενώ με φίλαγε στο λαιμό

κατάλαβε πως σπάστηκα

-Μη σταματήσουμε σε παρακαλώ! Σε θέλω

Σιγά μη σταμάταγα, απολάμβανα τη θεική γρήγορη κίνηση της αν και πολύ θα ήθελα να γαμήσω τον κώλο της. Καλά θα πλήρωνε η Εριφύλη τα σπαμένα! Το δικό της κωλαράκι το είχα σκίσει πέντε μήνες τώρα. Ήμουν ο πρώτος που πήρε την κωθάθρα της κι απολάμβανα ειδικές περιποιησεις.

Η Βίκυ ξαφνικά σταμάτησε. Γύρισε γρήγορα αντίστροφα έτσι που ήρθαμε σε στάση 69.

-Θέλω να με γλύψεις! είπε μόνο επιτακτικά κι ύστερα ένιωσα τις τρίχες της να φράζουν τα ρουθούνια μου. Βρήκα εύκολα την κλειτορίδα της, την πήρα στο στόμα μου. Είχε γλυκιά ελαφρά μεταλλική γεύση, το τσιμπούκι που μου έκανε την ίδια ώρα απίστευτο όπως και πριν μόνο που τώρα τον κράταγε όλο στο στόμα της για λίγο ακίνητο και μετά τον ξανάβγαζε ολόκληρο και με απίστευτη ταχύτητα τον έμπηγε πάλι μέσα στο στόμα της.

 Την ίδια ώρα μετακινούσα βίαια την κλειτορίδα της με τα δόντια μου πότε αριστερά και πότε δεξιά κι έχωνα σχεδόν όλο το χέρι μου μέσα στο μούνο της με εκπληκτική ταχύτητα. Ούρλιαζε και σ’ αυτό ΕΙΧΑ ΔΙΚΙΟ! Κραυγές βραχνές με φέρανε!!!

Και δεν τον μετακίνησε σπιθαμή! Δίχως καμιά διακοπή τα ήπιε όλα. Ένιωθα κι εγώ σπασμούς και τον κόλπο της ν’ ανοιγοκλείνει γύρω απ’ τη μπουνιά μου…

 

 Δεν αγκαλιαστήκαμε, δε φιληθήκαμε. Ντύθηκε γρήγορα και την ακολούθησα γυμνός ως την πόρτα.

-Μ’ αρέσαμε μαζί, είπε γλυκά

την κοιτούσα με ένταση

-κάτι με απογοήτευσε , μουρμούρισα

-Ναι ξέρω! Αλλά αυτό δε θα γίνει…όχι ακόμα τουλάχιστον

-Πότε; οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν

δε μου απαντούσε απλά με κοίταγε

σχεδόν φώναξα. Με τί δικαίωμα βέβαια αλλά το έκανα

-Θέλω να γαμήσω τον κώλο σου!

ήρθε και με φίλησε.

-Όπως έχεις μουτρώσει σαν πεισματάρικο μωρό θέλω να κάτσω πάλι από πάνω σου και να ξεσκιστούμε ως το πρωί

είπε ανάμεσα σε φιλιά, μετά με κοίταξε γλυκά και συνέχισε ήρεμα

-ο Σάκης

με είδε που την κοιτούσα με απορία και μου εξήγησε

-ο κοντόχοντρος που είπες, την έχει πολύ μεγαλύτερη, αλλά εσύ μωρό μου … μμμμ

και ξερογλύφτηκε

 -…την έχεις πολύ παχιά και φοβάμαι λιγάκι

-τι φοβάσαι;

-πως θα με σκίσεις! Θα παρασυρθείς και θα με πονέσεις

είχε δίκιο αν το κωλαράκι της ήταν στενό θα ξετρελαινόμουν.

-Θέλω τον κώλο σου

ξανάπα πεισματάρικα.

-Τότε πρέπει να τον κερδίσεις

αναφώνησε και μου έκλεισε το μάτι,

έπειτα έφυγε…

Περιττό να πω οτι ο Σάκης και η Εριφύλη αποτελούν παρελθόν και με τη Ωίκυ είμαστε μαζί. Πολλές φορές τη βοηθάω και στο μαγαζί. Πηδιόμαστε συνέχεια και έχει εκείνη το πηδάλιο, εγώ δε θα μπορούσα να κινηθώ τόσο γρήγορα. Ακόμη δεν της τον έχωσα στον κώλο αλλά νομίζω πως είμαστε κοντά στο να γίνει και τότε …. θα είμαι τρισευτυχισμένος! Πολλές φορές μάλιστα της λέω πειρακτικά να της αλείψω τη σουφρίτσα της με ρικότα και μου χαμογελάει πονηρά… 

 

 

error: