Δική της…

Με τη Νένα γνωριστήκαμε κάποιο φθινοπωρινό δειλινό. Και όχι, δεν έπεσα πάνω της, σε κάποιο πολυσύχναστο σοκάκι της Αθήνας, νοτίζοντας με καφέ το αγαπημένο της t, όπως πολλάκις θα δούμε στο σινεμά. Θα μπορούσα όμως να πω, πως τον ρόλο του “καφέ”, σ’ ένα τέτοιο υποθετικό concept, έπαιξαν 4,5 αράδες από πλευράς μου, ενώ εκείνον του “t-shirt”(ή της περδίκλας, καλύτερα, πριν το λεκκέ;), ένα “παγωμένο” αλλά “ζεστό” ταυτόχρονα χαμόγελο που ‘σκασε μύτη τόσο αθώα και προκλητικά,’μπρος στ’ άμοιρα μάτια μου. Ε; Τι παγωμένο και ζεστό; Τι αθώα και προκλητικά; Βut lemme explain. Το χαμόγελο ήταν “παγωμένο”, ναι, όμως το γεγονός ότι είχα μείνει έκθαμβη μπροστά στην “παγωμένη” παράσταση μιας φωτογραφίας, δεν αναιρούσε, ούτε και μείωνε στο ελάχιστο, τη “ζεστή” εκείνη ανακούφιση που προξενούσαν στα μέσα μου τα χείλη και τα παιχνιδιάρικα μάτια που αντίκριζα στην οθόνη μου. Mπέρδεμα still? I didn’t mean to. All I meant was that ο έρωτας αυτός ξεκίνησε… αλγοριθμικώς.

Εκείνη η περίοδος ήταν περίοδος κάθαρσης. Βάζοντας ένα μεγάλο Χ στο χθες, επέτρεπα στην καρδιά μου να γίνει ξανά πρόσφορο, για τον έρωτα, έδαφος. Κι είχε έρθει εκείνη πια. Στα 26 της τότε, μικρότερη εγώ, στα 19. Αλλά ταιριάζαμε. Αρκετά. Δεν ήταν η χαζογκόμενα που σε κέρδιζε με την πουτανιά της παρόλο που ήταν αρκετά όμορφη. Aλλά ήταν η γυναίκα με την οποία το εγκεφαλικό παιχνίδι γινόταν τέχνη. Τρύπωνε μέσα μου σιγά-σιγά. Η μέρα μου γινόταν πιο όμορφη απλώς και μόνο μ’ ένα της mail. Σύντομα αλλάξαμε και κινητά. Λάτρευα να της “την μπαίνω” και να με πειράζει, να ενδιαφέρεται. Πέθαινα ν’ ακούω το γελάκι της και άρχισα σιγά-σιγά να βρίσκω τον εαυτό μου ανήμπορο να περιορίσει τη σκέψη της. Με κάθε μας επαφή, η πρόθυμη καρδιά μου συνειδητοποιούσε ολοένα και πιο δυνατά την πετριά του μοχθηρού εκείνου πλάσματος που φέρει την πονεμένη φαρέτρα. Το μπασταρδάκι… εκσυγχρονίστηκε κι αυτό και στέλνει τα βέλη συστημένα κι απ’ το internet, τώρα;! Είχαν περάσει τρεις μήνες πια. Ένιωθα περίεργα, αδιάθετα. Δεν ήμουν κοντά της αλλά και τι μ’ αυτό; Θα ‘κανα την απόσταση γυαλί για κείνη.    

Κανονίσαμε την πρώτη μας συνάντηση. Θα ανέβαινα εγώ. Οι σκέψεις μου ταξίδευαν πολύ πριν φτάσω στα ΚΤΕΛ, είναι η αλήθεια. Πόσο μάλλον όταν ακούμπησα αναπαυτικά στην πλάτη του καθίσματος και έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον. Μικρό διάλειμμα στον ονειροπόλο μου λήθαργο, ένα κομμάτι στο ράδιο: “Και ψάχνεις για κάτι, σ’ ένα φιλί, σε μια ματιά, σ’ ένα χαμόγελο, σ’ ένα άδειο κρεβάτι, κι ας ξέρεις τίποτα δε θα ‘ναι εκεί, μα η αγάπη είναι εδώ, χτυπάει την πόρτα μας και ‘μεις σα μια γροθιά τ’ όνειρό της κι αυτή μας δείχνει το άσχημο πρόσωπό της”. “Το ξέρεις μ’ αρέσεις, μα μη με πιστέψεις”, βρήκα τον εαυτό μου να ψιθύριζει, κάποιες ανάσες αργότερα, συνοδεύοντας ταπεινά το ρεφρέν. To ήξερε άραγε αυτό; Ω ναι, το ήξερε. Τα δέντρα περνούσαν βιαστικά από μπροστά μου, ίδια Αθηναίοι κατά την ηρωική έξοδο για τις καλοκαιρινές διακοπές. Όχι smarty, πετιέται μια φωνή. Περνούν όπως και κάθε δέντρο όταν ο μαλάκας ο οδηγός πηγαίνει με 100+… Μια θείτσα στο διπλανό κάθισμα, προφανώς βλέποντάς με αποχαυνωμένη, θεώρησε πως θ’ αποτελούσα το κατάλληλο ακροατήριο για το αν θα ‘πρεπε να φτιάξει σπετζοφάι ή σουτζουκάκια στο φαντάρο κανακάρη της. Ω θεοίιι, δώκετέ μου κουράγιο γιατί αν μου δώκετε δύναμη, θα τους σηκώσει όλους ο βελζεβούλης!

1.25 μ.μ. Τα βήματά μου γοργά, ένας – δεν μπορώ να τον προσδιορίσω ακριβώς – κόμπος στο στομάχι με παιδεύει απροκάλυπτα. Πάνω στη φούρια μου πέφτω σε 2, 3 εξίσου βιαστικούς περαστικούς. “Σπεύδε βραδέως!” μου φωνάζει ένας χαμογελώντας. “Φείδου χρόνου!” του απαντώ κλείνοντας το μάτι και χαιρετώντας φεύγοντας. 1.27 μ.μ. 3 λεπτά ακόμη. Μα τι άγχος κι αυτό; Όχι 3 λεπτά, 3 χρόνια φαντάζουν. Και… τόσος κόσμος ολόγυρα. Τόσοι άνθρωποι κι όμως κανένας τους δε μου κάνει. Περιμένοντάς την, λοιπόν, ήταν που συνειδητοποίησα για τα καλά ένα απ’ τα διδάγματα του Μικρού Πρίγκηπα του Exupery: Μπορεί ως μονάδες ν’ αποτελούμε απλώς έναν άνθρωπο μες στον κόσμο, όμως για κάποιον άλλο μπορεί να είμαστε όλος ο κόσμος…

1.30 μ.μ. Μα πού είναι; Κι αν αποφάσισε να μην έρθει τελικά; Ο αντίχειράς μουδιασμένος πιέζει τα κατάλληλα πλήκτρα. “Η κλήση σας προωθείται παρακ…” το κλείνω πριν ολοκληρωθεί το ηχογραφημένο μήνυμα. Δεν μπορεί, εδώ κοντά θα ‘ναι. Κάτι θα της έτυχε και πήγε παραπίσω. Ή μπορεί να μην έχει σήμα, ή μπορεί… οτιδήποτε. 1.45 μ.μ. Η απαισιοδοξία μου αποκτά φαρυγγίτιδα τραγουδώντας μ’ ένα ανεκδιήγητο φάλτσο: “η ελπίδα της κρεμάστηκεεεεεε”… Τα πόδια μου, μόλις και μετά βίας, με κρατούν. Και να πεις πως ήμουν στην ορθοστασία ώρα… Ή ήταν μήπως η απογοήτευση και το όποιο απομεινάρι προσμονής που τα ‘καναν 100 κιλά; 2.15 μ.μ. Το σχόλιο: “καρδούλα μου, γιατί είσαι σαν τη Μ. Παρασκευή;” μου πάει γάντι, θαρρώ… υπομονή. 2.30 μ.μ. όμως n’ still alone στο σταθμό. Δε φάνηκε τελικά… Ε και τι έγινε; Καλά να ‘μαστε, εμπειρίες ν’ αποκτούμε. Σηκώθηκα. Αν βιαζόμουν λίγο θα προλάβαινα το επόμενο δρομολόγιο για σπίτι.

“Είναι 60 ευρώ, δεσποινίς”.

“Τόνιαααααααααα!”

Γυρνώ την πλάτη μου στον υπάλληλο και την ουρά που ‘χε σχηματιστεί πίσω μου. Κάποιοι αρχίζουν τις διαμαρτυρίες αλλά οι φωνές τους μοιάζουν τόσο αδύναμες, μακρινές. Αν η καρδιά μου κόντευε να σπάσει πριν μια ώρα, πλέον χοροπηδούσε τόσο αγωνιώδικα και ευτυχισμένα στο στήθος μου που ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να την κρατήσω στην παλάμη μου, από στιγμή σε στιγμή! Ήταν εκείνη!

“Τόνιαααα περίμενεεε!!” Φώναξε ξανά με κομμένη την ανάσα. Ήταν ακόμη καμιά 20αριά μέτρα μακριά. Ε όχι κι άλλη απόσταση, ρε πούστη! Και δεν το κατάλαβα για πότε η κούραση μου εξαφανίστηκε κι άρχισα να τρέχω σαν τρελή προς το μέρος της, αδιαφορώντας παγερά για το μπάχαλο πίσω μου. 

Δεν άργησα να φτάσω κοντά της. Και Θεέ μου… ήταν τόσο πιο όμορφη από κοντά. Λίγο κοντότερη από μένα, στο 1.62, με τα μακριά, σπαστά, καστανά μαλλιά της ανακατωμένα και τα σπινθηροβόλα καστανά μάτια της να καρφώνουν τα έκπληκτα δικά μου. Έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπό της και μείναμε να κοιταζόμαστε απλώς, πασχίζοντας να ξαναβρούμε την ανάσα μας, για λίγα δεύτερα που ωστόσο φάνταζαν αιώνες. Ξάφνου, τυλίγει τα χέρια της γύρω μου σφιχτά και κρύβεται στο λαιμό μου πριν, μερικές στιγμές αργότερα, χαθεί η μια στο βλέμμα της άλλης και πάλι. “Είσαι εδώ,” της ψιθύρισα γλυκά, παίζοντας με μια μπούκλα στο μάγουλό της. Χαμογέλασε για απάντηση. “Έλα μαζί μου,” ακούστηκε στη συνέχεια ο ψίθυρός της. 

Πήραμε ταξί. Είχε αργήσει στο ραντεβού μας γιατί είχε ατύχημα με το αυτοκίνητο. Μου κόπηκαν τα πόδια όταν τ’ άκουσα.

– Και γω θύμωσα μαζί σου και ήμουν έτοιμη να φύγω… το ζώον! Άρχισα να μουρμουρίζω ακατάσχετα μέχρι που ένιωσα το δάχτυλό της στα χείλη μου να με προστάζει τρυφερά να σωπάσω.

– Σςςς μικράκι μου, όλα είναι καλά και είμαι εδώ πλέον, μαζί σου.

Μα… τι χαμόγελο ήταν εκείνο που μου ‘σκασε τότε…; Είχε στ’ αλήθεια ένα πανίσχυρο όπλο στη διάθεσή της. Αρκεί μονάχα να ‘κανε τη σωστή μυϊκή σύσπαση.

Περί τα 20 λεπτά αργότερα, ήμασταν σπίτι της. Μια όμορφη μονοκατοικία μ’ ένα μικρό κήπο στο πίσω μέρος. Φάνταζε σαν κρατερή κι επίμονη πινελιά σε σύγκριση με τις τερατώδεις πολυκατοικίες που την περιτριγύριζαν.
Μου ‘κανε νεύμα να περάσω. Το εσωτερικό εξέδιδε μια υπέροχη ζεστασιά, τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά, που έφτανε μέχρι το μεδούλι των κοκκάλων μου.

– Είχε κρύο έξω τελικά, δεν μπορείς να πεις… είπε μεμιάς και μου ‘βγαλε τη γλώσσα.

– Μπααα… δεν κατάλαβα τίποτα ιδιαίτερο, Nενάκι, και της πέταξα μια παιδιάστικη γκριμάτσα. Όμως ετοίμαζε να φουντώσει το μισοσβησμένο τζάκι τώρα και δε μ’ έβλεπε.

– Ώπααα, να και τα υποκοριστικά! Aνταπάντησε ζωηρά γυρίζοντας προς το μέρος μου. Η πρώτη φλόγα είχε μόλις αρχίσει να γλύφει το κούτσουρο μπροστά της.

– Χμμ, και είναι κακό αυτό;

Σήκωσε το φρύδι ερωτηματικά.

– It depends, καλό μου.

– Από τι;

– Μικράκια… τίγκα στις ερωτήσεις. Από τι, από τι, από τι… Απ’ το τι θα πιεις. Ε; Ή… ααα! Μήπως είσαι πολύ νινί για να πιεις;

– Χμμ… ίσως. Έχω όμως μεγαλύτερο περιθώριο, σωστά; 

– Αυτή τη γλωσσίτσα που μου βγάζεις δεν τη βλέπω καλάαα…

– Ουυυυυυ! Τρέεεμω!!

– Είσαι κακούλα πάντως…

Πλησίαζε προς το μέρος μου τώρα.

– Γιατί το λες αυτό;

Ήμασταν πια σε απόσταση αναπνοής. Το χέρι της στο πρόσωπό μου.

– Να… γιατί θα μπορούσες απλώς να μ’ αποστομώσεις μ’ ένα: “για να πιούμε ήρθαμε εδώ;”

Ένα δυνατό ρίγος με διαπερνά στα λόγια της. Η ανάσα της καυτή στα χείλη μου πλέον. Στα μάτια της καθρεφτιζόταν ξεκάθαρα ό,τι και στα δικά μου πια. Ο Πόθος.

Την τράβηξα πάνω μου μανιασμένα. Τα χείλη ενώνονται ασυγκράτητα σ’ ένα διψασμένο φιλί, οι γλώσσες κάνουν έρωτα επιτέλους η μια στην άλλη… κι όλο και διείσδυουν πιο βαθιά, εξερευνώντας. Με κάθε φιλί της νιώθω ολοένα και περισσότερο έρμαιο μιας κολασμένης φωτιάς που ξεκινά απ’ τα σκέλια κι απλώνεται ταχύτατα μέχρι τα μάγουλά μου.
Μ’ ένα γδούπο με κολλά στον τοίχο, την ώρα που τα δόντια κι η γλώσσα της διανύουν, όλο λαγνεία, καυτές διαδρομές κατά μήκους του λαιμού μου. Τα χέρια της φυλακή… κτητικά με περιορίζουν, πριν το κορμί της έρθει να εφαρμόσει εντελώς πάνω μου.

Δεν αντέχω… Η επιθυμία μου για κείνη είναι τεράστια. Μ’ αρρωσταίνει σχεδόν. Φιλώντας την ακόμα λαίμαργα, αρχίζω να μας οδηγώ προς τα πίσω. Δίπλα στο τζάκι, μας γονατίζει και τις δυο στο χαλί, ξαπλώνει ανάσκελα και με τραβά πάνω της ξεσηκωτικά.
Τα ρούχα μοιάζουν εχθροί τέτοιες ώρες και δεν αργούν να βρεθούν πλάι μας, ένας σωρός, θυσία στη λαίλαπα του βασικού ενστίκτου. Καίγομαι… την έχω πια ολόγυμνη από κάτω μου… αισθάνομαι τα χέρια της στην πλάτη μου, τα νύχια της… τις ρώγες της, ερεθισμένες, να φιλούν τις δικές μου, το δέρμα της να ‘ναι υγρός πυρετός, και νομίζω πως έχω πια χάσει κάθε δυνατή λογική σ’ αυτό το πρωτόγνωρο σύμπλεγμα. Ώσπου, για δεύτερη φορά, τυλίγεται γύρω απ’ τη μέση μου κι αρχίζει να κουνά τους γοφούς της στους δικούς μου, αργά κι αισθησιακά… ίδια γητεύτρα. Θέλω να ουρλιάξω από ηδονή… μάταια όμως δαγκώνω τα χείλη μου προσπαθώντας να κρατηθώ. Και δεν περνούν παρά μονάχα λίγα λεπτά μέχρι ν’ αρχίσω να νιώθω επικίνδυνα “κοντά”… Όχι. Με όσο αυτοέλεγχο μου απομένει, σηκώνω το σώμα μου απ’ το δικό της, βαριανασαίνοντας ακόμα. Διαμαρτύρεται έντονα, τραβώντας με πάνω της ξανά. Τη σταματώ μ’ ένα βαθύ φιλί.

“Απόψε είσαι δική μου…” καταφέρνω να ψελλίσω με δυσκολία, “έχε υπομονή”.

Φιλώ τα μαλλιά, το μέτωπό της. Το δάχτυλό μου ταξιδιάρικο στα φρύδια της. Αφήνω απαλά φιλιά στα βλέφαρά της, πριν η ανάσα μου τυλίξει καυτή τους λοβούς της. Ανατριχιάζει… σαν κατοπινός Marco Polo, ανακαλύπτω όλο ανυπομονησία κι αφοσίωση τις ευλογίες της γης που μου “ανοίγεται”. Εξερευνώ το λαιμό της, αφήνοντας υγρά φιλιά από τη βάση του ως και την κορυφή. Δαγκώνει το πηγούνι μου ερωτικά ενώ ένα χέρι στο σβέρκο, ωθεί τα χείλη μας να γίνουν ένα και πάλι. Μπορώ στ’ αλήθεια να φιλάω αυτές τις δυο φωτιές τη νύχτα ολάκερη. Είμαι όμως υπερβολικά άπληστη από επιθυμία για να περιοριστώ σ’ αυτές.

Αχόρταγα συνεχίζω την κάθοδό μου στο κορμί της… φιλώ τις ρώγες της, στην κορυφή, προτού η γλώσσα μου αρχίσει να περιστρέφεται παιχνιδιάρικα γύρω απ’ τη μια, τα δάχτυλά μου δε, να μαλάζουν την άλλη, οδηγώντας σε μια θεομηνία αναστεναγμών. Δαγκώνω ανεπαίσθητα την περιοχή ανάμεσα στα στήθη της, αφήνοντας μικρά, διακριτά σημάδια κτήσης μέχρι το μουσκεμένο, απ’ τα φιλιά μου, αφαλό της. Κι είναι τα χείλη μου στους γοφούς της πια. Ο ερεθισμός της με μεθάει… Παλεύω να κρατηθώ, να μη λυγίσω ακόμα. Απλώνω υγρά, παθιασμένα φιλιά στο εσωτερικό των μηρών της. Αναστέναζει λιγωμένα…

“Έλα μωρό μου…”

Κάνω πως δεν την άκουσα, κατεβαίνοντας ακόμα χαμηλότερα και χαρίζοντας απλόχερα χάδια στα απαλά, παραπονεμένα της πόδια.    

“Τόνιααα… σε παρακαλώ…”

Ένα πονηρό γελάκι ικανοποίησης σκαρφάλωσε στα χείλη μου και με μια παιχνιδιάρικη δαγκωματιά στα χειλάκια της, σηκώνω τα πόδια της στους ώμους πριν η γλώσσα μου διεισδύσει στην αλμύρα της γλυκά, λυτρώνοντάς τη. Βλέπω τους γοφούς της να σηκώνονται και να πέφτουν, ακολουθώντας τις κινήσεις μου, νιώθω τα ρίγη που τη διαπερνούν κάτω απ’ τα δάχτυλά μου, οι αναστεναγμοί της πλημμυρίζουν τ’ αυτιά μου όπως ακριβώς αισθάνομαι να πλημμυρίζω κι η ίδια μυρίζοντας το πλάσμα μπροστά μου.
Όλες μου οι αισθήσεις βρίσκονται πια σε μια κατάσταση εκστατικής επαγρύπνησης, την ώρα που με ζήλο γεύομαι και την παραμικρή πιθαμή της, αφήνοντας όμως εσκεμμένα, κάπως πιο παραμελημένη, την κλειτορίδα της.

“Μη με παιδεύεις άλλο μωρό μου!!”

Δεν περίμενα δεύτερη κουβέντα. Ούτε και χρειάστηκε να παιδευτώ ιδιαίτερα για να περιποιηθώ το κομμάτι της εκείνο που απαιτούσε τώρα την προσοχή μου. Με την άκρη της γλώσσας μου πέρασα μια φορά την ερεθισμένη κλειτορίδα της βιαστικά. Το σώμα της ολόκληρο ακολούθησε την κίνησή μου, ενώ στιγμές αργότερα, την πήρα στο στόμα μου, πιπιλώντας την με μανία πριν την αφήσω και πάλι για να παίξει μαζί της πότε η γλώσσα μου πλατιά και πότε η άκρη της. Τα δάχτυλά της βυθισμένα στα μαλλιά μου, με κρατούν εκεί ενώ το σώμα της πάλλεται δυνατά στο κάθε μου παιχνίδισμα.

Ήταν “κοντά”… άναβα και μούσκευα ακόμα περισσότερο στην ιδέα.

Ξαφνικά με απομακρύνει από κοντά της και, σα σβέλτη τίγρη, έρχεται από πάνω μου. Το βλέμμα της σκοτεινό από Πόθο. Θριαμβευτικό. Τα χέρια μου, ανήμπορα κι υπάκουα, οδηγούνται στα πιασίματα της μέσης της…
Λιώνω από καύλα απλώς και μόνο κοιτάζοντας την κίνηση του στήθους της… πεθαίνω από έρωτα κοιτάζοντάς την απλά από πάνω μου να κρατά τον έλεγχο… Οι γοφοί της ταχύτατοι πια, τρίβονται ρυθμικά στους δικούς μου χωρίς να υπάρχει τίποτα ικανό να σταματήσει την αμαρτωλή αυτή ένωση των κορμιών μας. Ανάμεσα στα ακατάληπτα μουγκρητά μου, δαγκώνω τις εκτεθειμμένες ρώγες της δυνατά… Το παρακάνω και τα νύχια της δεν αργούν να βυθιστούν στους μηρούς μου, δίνοντάς της ακόμα μεγαλύτερη ώθηση. Η κλειτορίδα της δίνει τώρα αδιάκοπα υγρά φιλιά στη δική μου και είμαι έτοιμη να εκραγώ… 

Είμαστε “κοντά”… πιο “κοντά” από ποτέ…

“Τέλειωσε πάνω μου!!” την προστάζω με δυσκολία, κερδίζοντας στιγμιαία το λαχάνιασμά μου. 

Και δε χρειάζονται παρά ένα, δύο, τρία θανατηφόρα λικνίσματα, μέχρι να νιώσω τους χυμούς της να μουσκεύουν για τα καλά το κορμί μου ενώ εκείνη, με ριγμένο το κεφάλι προς τα πίσω, συσπώνταν δυνατά, απολαμβάνοντας και την παραμικρή συγκίνηση του οργασμού που την κατέκλυζε μεγαλόπρεπα. Δε με ελέγχω πια… απ’ τη θέα της και μόνο δεν αργώ να παραδωθώ ολοκληρωτικά στο ίδιο ακατανίκητο, λυτρωτικό ρίγος που είχε ξεσηκώσει και κείνη στιγμές νωρίτερα. Και ενώ δεν έχει καταλαγιάσει καλά-καλά ο δικός της οργασμός, μ’ έχει κιόλας σκεπάσει με το κορμί της, κρατώντας με σφιχτά καθώς τα κύματα του δικού μου με χτυπούν ανελέητα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, αφήνοντάς με αδύναμη στα χέρια της… ικανοποιημένη.

Ανάσες έπειτα, τα χείλη της στο μέτωπό μου, φιλούν μακριά τις στάλες ιδρώτα που ο έρωτας καυτός γέννησε στο κορμί μου.
Ακόμη με κρατά στα χέρια της. Και νιώθω μόνο γεμάτη στην αγκαλιά της, νιώθω να πνίγομαι απ’ όλα όσα θέλω να πω.
Δεν μπορεί να σβήσει η στιγμή αυτά που μας χωρίζουν, αυτά που μας ενώνουν. Τα μάτια της αντιμετωπίζουν τώρα τρυφερά τα δικά μου, θαρρείς όμως με μια πινελιά καλοκρυμμένης απορίας σε κάποια απόκρυφη γωνιά τους.

– Τι σκέφτεσαι; ρωτώ χαμηλόφωνα, γρατζουνώντας τον ώμο της απαλά.

Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει, τα μάτια της αποφεύγουν τα δικά μου. 

– Θα τα καταφέρουμε; έρχεται τελικά η υποψία της απορίας της να επιβεβαιωθεί, συνοδευόμενη από έναν αναστεναγμό.

Δίνω μονάχα ένα φιλί στον καρπό της, ανασηκώνοντας το φρύδι ζωηρά. Και τότε… το πρόσωπό της φωτίζεται καθώς στα χείλη της χορεύει και πάλι εκείνο το ακαταμάχητο χαμόγελο.

– Δεν ξέρω μωρό μου… πίστευέ με όμως όταν λέω πως τα πάντα μοιάζουν δυνατά όταν μου χαμογελάς…

from luvu.gr

error: