Επόμενη στάση Διόνυσος.

Γεια σας. Με λένε Μαρκέλα και αποφάσισα να κανω join στο παρεάκι του flock και να σας εξιστορήσω τη προσωπική μου, καυτή ιστορία.

Εδώ και 3 χρόνια δουλεύω σε έναν οίκο ανοχής του οποίου όνομα θα μου επιτρέψετε να παραλείψω για προφανείς λόγους.
Τα μάτια μου έχουν δει πάρα πολλά εκεί μέσα και μπορώ να πω πως πλέον τα παίρνω όλα στην πλάκα και έχω μάθει να καυλώνω αντί να σοκάρομαι.

Η ιστορία μου ξεκινάει τον Αύγουστο του 2009 σε κάποιο γνωστό μπαράκι της Αθήνας.
Ένα φιλαράκι μου δούλευε μπαρμαν εκείνη τη περίοδο, οπότε σε κάθε ρεπό πήγαινα και τα πίναμε. Όπως είναι φυσικό, μέσα στον 15υγουστο είχαν μείνει ελάχιστοι κακομοιριδες μέσα στη ζέστη της Αθήνας, όλοι μας ιδρωμένοι και καυλωμένοι τέρμα.
Το σεξ μου άρεσε πάντα. Όσο και να κάνω σεξ καθημερινά δεν το χορταίνω και δεν παραλείπω να ψάχνομαι για καινούριες εμπειρίες.
Εκεί λοιπόν στο μπαρ (για να μην ξεφεύγουμε κιόλας, χιχιχι) γνώρισα τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος ήταν πάρα πολύ όμορφος, ψηλός, μπρατσαράς, μαυρισμένος, με πράσινα μάτια και έναν τεράστιο πούτσο να ξεπροβάλει δειλά, φουσκώνοντας το παντελόνι του.
Δεν αργήσαμε να γνωριστούμε. Έκανα την πρώτη κίνηση και τον κέρασα κάτι σφηνάκια. Στη συνέχεια ήρθε κοντά μου και πριν καν το καταλάβω καταλήξαμε στην αυτοκινητάρα του να του ρουφάω την ψωλάρα του που ειλικρινά τόσα χρόνια πουτάνα, μεγαλύτερη δεν είχα ξαναδει.
«Θέλω να σου ξεσκίσω τη μουνάρα μωρή καριόλα. Πω,πω, πως έχει καυλώσει το μωράκι μας.. Ποτάμι τρέχει η καύλα σου μωρό μου.»
Εγώ είχα καυλώσει τόσο πολύ που είχα χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και αδυνατούσα να του απαντήσω. Ήμουν στα χέρια του.
Με μία απότομη κίνηση έσκισε το φορεματάκι που φορούσα, μου άνοιξε τα πόδια όσο δεν πήγαινε και με ένα κρακ μου έμπιξε το ρόπαλό του στον υγρό μου παράδεισο. Έμπαινε και  έβγαινε με ένα μαγευτικό τέμπο, τόσο που στα αυτιά μου ακουγόντουσαν μαγευτικές μελωδίες. Χάιδευε τη κλειτορίδα μου με το μπούτσο του, σε κάποια φάση δεν άντεξα άλλο και έχυσα ένα ποτάμι νέκταρ. Του τον άρπαξα, τον έπαιξα ανάμεσα στα βυζιά μου και μαγικά βρέθηκε το ψωλόχυμά του πασαλειμμένο στο πρόσωπό μου και στις βυζάρες μου.
Αφού το έγλειψα όλο και το κατάπια, με πήγε σπίτι μου και έφυγε.
Μία εβδομάδα μετά είχα μία πολύ ευχάριστη έκπληξη στο οίκο ανοχής..
Ο Διόνυσος ήταν εκεί μαζί με 3 φίλους του. Όταν με είδε φυσικά και τα έχασε και στην αρχή έκανε πως δε με ήξερε. Τον είδα να κάνει μία μικρή σύσκεψη με τους φίλους του και μετά από από 5 λεπτά πληροφορήθηκα πως αν έκανα παρτούζα με τους νεαρούς, θα μου δίνανε στο χέρι 2000 ευρό. Φυσικά και δέχθηκα, δουλειά μου ήταν άλλωστε.
Πήγαμε στο «Μεγάλο δωμάτιο», όπως το αποκαλούμε στη δουλειά.
«Ωστέ είσαι πουτάνα.. Έπρεπε να το καταλάβω από τις ξεχειλωμένες σου τρύπες.»
Με πέταξε βίαια στο πάτωμα, μου έβγαλε ό,τι φορούσα και στήνοντάς με στα 4 μου έχωσε την πιο όμορφη, καλοσχηματισμένη, μεγάλη ψωλή όσο πιο βαθιά στον κώλο μου μπορούσε. Στην αρχή πονούσα τόσο πολύ που δάκρισα, αλλά αντί να με λυπηθεί καύλωσε ακόμη περισότερο «Σ’αρέσει μωρή πουτάνα,ε? Τώρα θα δεις. Άγγελε έλα να της δείξεις τη σημαίνει  Βόρια Πρωάστια»
Μία μικρή, αστεία, λεπτή και κοντά στα 16 εκατοστά ψωλή χώθηκε δίπλα στου Διόνυσο μέσα στον κώλο μου. Εκεί κάυλωσα «Είμαι η πουτάνα σας, ξεσκίστε με, θέλω να δω τη κωλάρα μου να ματώνει, Αχ ναι.. Τέτοια ηδωνή δεν έχω ξαναζήσει.»
Είχαν καυλώσει όλοι. Ο ένας μου έγλειφε το μουνί, άλλοι δύο με γαμούσανε από κάθε πιθανή είσοδο και ο τελευταίος έπαιζε έναν πολύ μικρό, αστείο, σχεδόν ανύπαρκτο πέος.
Πριν τελειώσει ο Διόνυσος έδωσε σήμα στους υπόλοιπους να σταματήσουν.
Με κρατούσαν ενώ ο Διόνυσος άρχισε να με χτυπάει και να με βρίζει.
«Πολύ weird,ε? Να με βλέπεις τώρα μπροστά σου μωρή πουτάνα που με ανάγκασες να χώσω τη ψωλάρα μου σαυτή τη σπηλιά που αποκαλείς μουνί και έχουν φωλιάσει ξέρω και γω ποιος μέσα της. Θα σε γαμήσω στο ξύλο μωρή πουτάνα, να μάθεις να με κοροιδεύεις, δε θα βγεις ζωντανή από εδώ μεσα.»
τη μία μου έριχνε μπουνιές και παράληλα μου χάριζε πουτσοσκάμπηλα.
«Ποιος ξέρει τι κουβαλάς πάνω σου μωρή βρομιάρα. Έτσι και τολμήσεις να μιλήσεις θα σε σκοτώσω»
Έχυσε στη μούρη μου. Δεν είχα τρομάξει, είχα καυλώσει. Τα χύσια 3 άγνωστων είχαν βρέξει το κορμί μου και τώρα ο Διόνυσος με απειλούσε πηδώντας με. Είχα καυλώσει τόσο πολύ που νόμιζα πως θα εκραγώ.
«Δεν θα πω τίποτα, αλλά σε παρακαλώ, γάμα με για μια τελευταία φορά, πρέπει να χύσω»
«Να χύσεις μωρή πουτάνα, ε? Τώρα θα δεις. Θα στον μπίξω μέσα στον κώλο και δεν θα μπορέσεις να ξανακάτσεις σε καρέκλα.»
Έκανε ό,τι μου έταξε. Με γάμησε γρήγορα και σκληρά όπως μου αρέσει και είχα τον καλύτερο οργασμό της ζωης μου.

Μετά χάθηκε..

Ελπίζω να τον ξαναδώ κάποτε..

error: