Πηδώντας την γυναίκα του πατέρα μου

Καλησπέρα με λένε «Χ» είμαι είκοσι ενός ετών και γενικά, νορμάλ τύπος. Δεν έχω ΤΟ σώμα, αλλά τρώγομαι που λέει ο λόγος, νομίζω. Οι γονείς μου έχουν χωρίσει και ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε έναν καραμούναρο. Όχι ότι θέλω να θίξω την μάνα μου, απλά προσπαθώ να σας περιγράψω ότι παντρεύτηκε μια γκομενάρα,  τριάντα τριών ετών, με βυζάρες μεγάλες και με ένα κωλαράκι που ξέρει πολλά αλλά κάνει το "αθώο".

Είχα επισκεφθεί λοιπόν για τον γάμο τον πατέρα μου. Με την Στέλλα τα βρήκαμε αμέσως, ή να πω καλύτερα τα παραβρήκαμε. Εγώ καύλωνα μπροστά της και εκείνη όταν το έβλεπε χαμογελούσε και μου έκλεινε το μάτι, κάτι που με καύλωνε περισσότερο.

Κάτι που θέλω να αναφέρω, εγώ ήμουν καλεσμένος στο γάμο τους, η Στέλλα κι εγώ λοιπόν πήγαμε για ψώνια, έπρεπε να μου πάρει κάτι για τον γάμο. Φυσικά σε κοστούμι.

Πήγαμε σε ένα μαγαζί, δοκίμασα μερικά, και τελικά καταλήξαμε σε ένα «ερεθιστικό» όπως το είπε η Στέλλα, ένα γκρι σακάκι με μπλε πουκάμισο ανοιχτό χωρίς γραβάτα σκέφτηκε η Στέλλα, και όντως ήταν πολύ ωραίο.

Τελικά έφτασε και η μέρα του γάμου. Έγινε τελικά ο γάμος (να μην περιγράφω τα άσχετα μέρη) και είχαμε φτάσει στο γλέντι. Η νύφη είχε ανέβει να αλλάξει και συμπτωματικά, αλήθεια σας λέω, είχα ανέβει κι εγώ να αλλάξω.

Συναντηθήκαμε στο σαλόνι… η Στέλλα φορούσε ήδη ένα φορεματάκι σουπερ καυλωτικό. Εγώ πήγαινα να αλλάξω, ήμουν ακόμα με το κοστούμι. Αποφάσισα να πλησιάσω…

–    «Είναι κανείς εδώ;», την ρώτησα.

–    «Όχι, γιατί θες να κάνεις τίποτα;», απάντησε εκείνη με πρόστυχο βλέμμα.

Αυτό ήταν, άρχισα να της δίνω γλωσσόφιλα. Εκείνη δεν αντιστάθηκε καθόλου. Ακόμα και όταν σταμάτησα να σιγουρευτώ ότι ήθελε να συνεχίσω, εκείνη ζήταγε περισσότερα…

Κλείδωσα την πόρτα, να μην μπει κανείς σπίτι και πήραμε τηλέφωνο τον πατέρα μου ότι θα αργούσαμε λιγάκι γιατί η Στέλλα έψαχνε τα… παπούτσια της, και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Εγώ έβγαλα το σακάκι και πήγα για πουκάμισο αλλά με σταμάτησε…

–    «Όχι…»

Εγώ απογοητεύτηκα…

–    «Μήπως διστάζεις;», ρώτησα.

–    «Όχι. Θέλω να στο βγάλω εγώ…», απάντησε εκείνη.

Και έτσι την άφησα να μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο και να μου φιλάει το στήθος σε κάθε ξεκούμπωμα. Ακούγεται απλό αλλά εμένα με καύλωνε. Έβγαλα το πουκάμισο και το παντελόνι και ξάπλωσα με το μποξεράκι μόνο.

Το κατέβασα για να δει πόσο… μεγάααααααλη εκτίμηση της είχα, και εκείνη με αντάμειψε με μια πίπα, που όσες γκόμενες και αν είχα καλύτερη δεν μου είχαν πάρει. Η γκόμενα ήξερε να τσιμπουκώνει, με δύναμη! Ο πούτσος μου πρηζόταν στο στόμα της συνέχεια…

–    «Σ’ αρέσει Στελλίτσα;», ρώτησα.

–    «Τρελαίνομαι μωρό μου!»

Και συνέχισε να μου τυραννάει το πουτσοκέφαλο με την γλώσσα της. Μετά καβάλησε τον πούτσο μου και τον κατάπιε όλον με το αχόρταγο μουνάκι της. Η καύλα μου εκείνη την στιγμή, αν ήταν καύσιμο, τροφοδοτούσε τάνκερ! Τόση καύλα είχα!

Της έπιανα τις βυζάρες και την άφηνα να κάνει τσιφτετέλι πάνω στον πούτσο μου. Σιγά – σιγά άρχισε μόνη της να επιταχύνει… Την έβαλα στα τέσσερα και τον έβαλα στο μουνάκι της.

Την πήδηξα άσχημα σας λέω, τρελό γαμήσι! Αφού κάποια στιγμή πάνω στο χύσιμο την άκουσα να λέει:

–    «Αχχχ! Πονάει… πιο σιγά…»

Αλλά τι να ακούσω εγώ; Εγώ έχυνα για τα καλά (σε καπότα). Μου έβγαλε την καπότα, μου καθάρισε τον πούτσο με το στόμα της, και ντυθήκαμε για να πάμε για το γλέντι.

Την πηδάω ακόμα, και να πω την αμαρτία μου, δεν έχω καθόλου τύψεις. Εξάλλου έτσι πρέπει, να μοιραζόμαστε ότι έχουμε… σωστά;

error: