Ένα 24ωρο με αγροτόπαιδο…

Από πολύ μικρή μ’ αρέσανε τα ωραία αγόρια. Από τα χρόνια του δημοτικού, θυμάμαι, κάρφωνα το βλέμμα μου πάνω σ’ ένα ωραίο αγόρι και δεν έλεγα να το σηκώσω από εκεί. Υστερότερα, στο Γυμνάσιο, είχα το αγόρι μου, φιλιόμασταν και αισθησιαζόμασταν μαζί και κάναμε τα πάντα, εκτός από το σπουδαιότερο, την εισβολή. Μας ικανοποιούσαν, τα αγγίσματα, τα τριψίματα, ο αισθησιασμός και ο Πλατωνικός έρωτας.

Στο Λύκειο κάναμε με το ίδιο αγόρι την πρώτη μας εισβολή. Ήμασταν πια ώριμοι κι εκείνος κι εγώ για το μεγάλο εγχείρημα. Και μου έμεινε αλησμόνητη κείνη η πρώτη φορά κάτω από τη μουριά σ’ ένα απόμερο περιβόλι. Από τότε το κάναμε συχνά. Δινόμασταν ο ένας στον άλλο με τον ίδιο πόθο της σαρκικής και ψυχικής ικανοποίησης.

Έτσι βγάλαμε το Λύκειο. Σαν να ‘μασταν παντρεμένο ζευγάρι χωρίς τις ευλογίες της εκκλησίας. Μόνο που το κάναμε στο ύπαιθρο. Πίσω από ένα φράκτη, μέσα σε κάποιο πυκνό θάμνο. Κάποτε και μέσα σε νεκροταφείο. Τελειώσαμε το Λύκειο κι έφυγε το αγόρι μου για σπουδές στο εξωτερικό. Εγώ έπιασα δουλειά και πολύ γρήγορα απόκτησα Ι.Χ. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει η δουλειά μου για να πάρω το αμάξι για μια βόλτα. Μόνη 100-200 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου και πίσω.

Δεν ήθελα τότε καμιά μόνιμη σχέση με αγόρι. Το βίτσιο μου ήτανε να σοφάρω με το Ι.Χ. Εκεί που πήγαινα ή επέστρεφα από τη βόλτα έβρισκα πολλούς πεζούς να μου κάνουνε νόημα να σταματήσω για να τους πάρω μαζί μου. Δεν σταματούσα. Μόνο όταν ο πεζός ήτανε νέος και ωραίος, του γούστου μου, σταματούσα και τον έπαιρνα μαζί μου. Μου άρεσε να κάνω γνωριμία μαζί του, αρχίζοντας με τα στερεότυπα, από πού είναι πού πηγαίνει, τι κάνει.

Πολλές γνωριμίες του αυτοκινήτου, δεν έμειναν μόνο σκέτες γνωριμίες. Όταν γνωρίζαμε ο ένας τον άλλο, στρέφαμε την κουβέντα στο σεξ. Κι όταν, συνηθέστατα, νιώθαμε αμοιβαία έλξη σταματούσαμε κάπου, σε κανένα πλαγιόδρομο ή μέσα σ’ ένα χωράφι, κάναμε τα προκαταρκτικά και στη συνέχεια την εισβολή, Σωστότερα θα έλεγα τις εισβολές. Γιατί σπάνια ικανοποιόμασταν με τη μια φορά. Συνήθως ήτανε κάποιας διάρκειας και πολύ χορταστική η σωματική γνωριμία μας. Κάποτε το κάναμε μέσα στο αυτοκίνητο και κάποτε μέσα σ’ ένα αντισκηνάκι για δυο άτομα, που έχω πάντα στο αυτοκίνητό μου. Σε απόμερες παραλίες ή στο βουνό. Για να μη μας βλέπει βάσκανο μάτι ανθρώπου.

Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ ένα αγροτόπαιδο που συνάντησα τυχαία στο δρόμο. Με το πρώτο βλέμμα που έριξα απάνω του μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είχε υπέροχη κορμοστασιά, ωραιότατο πρόσωπο κι ένα περπάτημα καταπληκτικό. Μου έκανε νόημα να τον πάρω μαζί μου. Άλλο που δεν ήθελα. Σταμάτησα δίπλα του, άνοιξα την μπροστινή πόρτα και τον κάλεσα να μπει. Ξεκίνησε, όπως μου είπε, από ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας με προορισμό την Αθήνα. Με τα πόδια. Με ένα σακούλι με τα ρούχα του στην πλάτη και με μια χοντρή βέργα στο χέρι για να προστατεύεται από σκύλους, αγρίμια και ερπετά. Στο δρόμο τον βρίσκανε και τον παίρνανε, ως εκεί που πηγαίνανε, οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου. Ζώα, κάρα, βοϊδάμαξα, νταλίκες , μοτοσυκλέτες και άλλα.

Μιλούσε πολύ ευχάριστα και εξωτερίκευε όλες του τις σκέψεις. Στο χωριό του, λιμοκτονούσε, όπως μου είπε, και από έλλειψη δουλειάς και από έλλειψη σεξ. Στην πορεία του για την Αθήνα έβρισκε και δουλειές, έβρισκε και σεξ. Όταν έφτανε σε κάποιο χωριό ρωτούσε αν υπάρχουνε δουλειές. Όταν έβρισκε, εργαζότανε για μερικές μέρες έβαζε μερικά μεροκάματα στην τσέπη και προχωρούσε πιο πέρα.

–Και το σεξ πού το ‘βρισκες; τον ρώτησα

–Πολλοί από αυτούς που με παίρνανε στο δρόμο, αλλά και στις πόλεις και στα χωριά όπου διανυκτέρευα, άντρες ή γυναίκες, μου ζητούσανε να τους πηδήξω και τους πήδαγα

Αυτό το τελευταίο μ` ενδιέφερε πάρα πολύ. Είχα μέσα στο Ι.Χ. μου ένα εξαιρετικό αγόρι που δεν θα το ‘θελε ούτε ο Θεός να το αφήσω ανεκμετάλλευτο. Ήτανε Σάββατο απόγευμα, η άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή, δεν είχα δουλειά. Κάπου είκοσι χιλιόμετρα από εκεί που βρισκόμασταν, πάνω στο βουνό, είχε ένα αγροτικό ξενοδοχείο, όπου και άλλοτε είχα διανυκτερεύσει με κάποιον ερωτικό μου σύντροφο. Θα ήτανε, ευτύχημα, αν δεχότανε να περάσουμε τη νύκτα μας εκεί. Του το πρότεινα και δέχτηκε.

Κείνο το Σαββατόβραδο κι όλη μέρα την Κυριακή θα μου μείνουν αξέχαστα σε όλη μου τη ζωή. Τρώγαμε μέχρι σκασμού, πίναμε και μεθούσαμε, ξαπλώναμε στο κρεβάτι και παραδιδόμασταν, ψυχή και σώμα, σώμα και ψυχή ο ένας στον άλλον. Σε ατέλειωτες ώρες σεξουαλικής πανδαισίας. Το αγροτόπαιδο από τη Δυτική Μακεδονία, που μετανάστευε στην πόλη γιατί λιμοκτονούσε από έλλειψη δουλειάς και σεξ, μου χάρισε τη μεγαλύτερη σεξουαλική ευδαιμονία που γνώρισα ίσαμε σήμερα. Κείνο το αξέχαστο Σαββατοκύριακο.

Προσπάθησα να τον κρατήσω στην πόλη. Του υποσχέθηκα να του βρω δουλειά, μα κείνος έμεινε αμετακίνητος στο στόχο του να συνεχίσει το δρόμο του για την Αθήνα. Από τότε τον νοσταλγώ και τον περιμένω…

error: