Τα γαμήσια μου καύλωναν τη γειτόνισσα

Η ιστορία μου είναι αληθινή. Είναι μια από της πολλές ιστορίες ξεσκίσματος που μου λέει ο φίλος μου, όταν με ξεσκίζει, γιατί ξέρει ότι καυλώνω τρελά και ξεσκίζομαι καλύτερα. Είναι ένα παιχνίδι από τα πολλά καυλωτικά που μας βοηθούν στα τρία χρόνια σε κορυφαία ξεσκίσματα. Ζηλεύω, αλλά με καυλώνει να τον φαντάζομαι να γαμάει άλλη γκόμενα, μια και είναι ο καλύτερος γαμιάς που υπάρχει.

Μια από αυτές…

Πριν από πολλά χρόνια όταν ήταν φοιτητής στη Λάρισα, που γάμησε είμαι σίγουρη όλα τα ωραία μουνάκια, έμενε σε ένα διαμέρισμα δίπλα στο διαχειριστή της πολυκατοικίας. Αυτός είχε μια γυναίκα, ένα καλό τσουλάκι, που τον γλυκοκοίταζε από την πρώτη στιγμή καυλιάρικα. Μου είπε την ώρα που με ξέσκιζε:

«Κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου, που ακουμπούσε στον δικό τους τοίχο ξέσκιζα κι άλλο πουτανάκι μέχρι το πρωί. Τα βογκητά ακουγόταν σίγουρα στο διπλανό διαμέρισμα. Θυμάμαι είχα τότε μια μικρούλα, παρθένα, κουκλίτσα, καυλιάρα που προσπαθούσα να την ξεπαρθενέψω και το καυλί μου γινόταν τεράστιο. Μου έπαιρνε κάτι καταπληκτικές πίπες, τη γαμούσα από το στόμα, αλλά δε με άφηνε να της ξεσκίσω το μουνάκι.

Ένα βράδυ το στρίμωξα πολύ και το καυλιάρικο πουτανάκι, μου γύρισε και μου πρόσφερε το τουρλωτό κωλαράκι της. Τρελάθηκα! Μου έφτασε η πούτσα απέναντι. Θα ξεπαρθένευα το κωλαράκι της. Η καύλα ήταν τρελή! Την κόλλησα στον τοίχο για να μην ξεφεύγει και της έχωσα όλη την ψωλάρα μου μέχρι τον πάτο της. Όσο και να πονούσε και να φώναζε εγώ μετά από τόσο υπομονή δεν άκουγα τίποτα.

– «Πάρτο, μωρή ξεκωλιάρα!», της έλεγα.

– «Φάε την ψωλή μου στον κώλο σου».

Και τη γαμούσα με καύλα, τρελαμένος.

– «Πονάω, γαμιά μου! Αλλά καυλώνω με την πούτσα μου στον κώλο μου!»

Αυτή τη βραδιά μας άκουσαν όλοι. Το επόμενο πρωί, ακούω τη γειτόνισσα να λέει σε μια φίλη της να της κρατήσει το παιδί, γιατί δεν αντέχει, θα ερχόταν δίπλα. Χτυπάει το κουδούνι και να σου την. Της ανοίγω.

– «Καλημέρα! Τι κάνεις; Ξεκουράστηκες;» μου λέει, κοιτώντας με καυλιάρικα.

– «Από τι να ξεκουραστώ;» ρώτησα.

– «Ε, κάθε βράδυ ακούω ότι κουράζεσαι, αλλά χθες πρέπει να κουράστηκες πολύ από ότι άκουσα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ…»

– «Καλά είμαι» απάντησα για να της το ξεκόψω, γιατί ωραίο πουτανάκι ήταν, αλλά τώρα δίπλα και παντρεμένη με παιδί! Άσε, είπα.

– «Άσε με να μπω να σου πω τι έκανα όλο το βράδυ. Σε παρακαλώ…»

– «Πες μου κι από την πόρτα, είπα. Δεν θέλω μπλεξίματα με τον άντρα σου», της είπα.

– «Σε παρακαλώ, μόνο για λίγο να σου πω. Όλο το βράδυ σε άκουγα να ξεσκίζεσαι και καυλωμένη, μαλακιζόμουν για πάρτη σου μωρό μου».

«Θέλει απεγνωσμένα να την ξεσκίσω», σκέφτηκα κι άκουγα και το μωρό της να κλαίει. Καύλωσα πολύ, πάρα πολύ! Την άρπαξα από το χέρι με βία και την τράβηξα μέσα, έκλεισα την πόρτα και την πέταξα στο κρεβάτι, που ήταν ανακατεμένο από το χθεσινό ξεκώλιασμα του μωρού. Ήταν γεμάτο με τα χύσια μας και αυτό μου χόντρυνε τον πούτσο.

– «Εντάξει ξεκωλιάρα, αφού καύλωσες τόσο χθες θα σε ξεσκίσω! Θα σε κάνω κομμάτια, θα σε πάρω από παντού. Πουτάνα, καριόλα! Ούτε παιδί ούτε άντρα δεν υπολογίζεις, μόνο το μουνί σου το καυλωμένο, ψώλα!»

Της σηκώνω τα πόδια, της σκίζω το μικροσκοπικό της βρακάκι, πετάω τον πούτσο μου έξω και της το χώνω με τη μία στο μουνάκι της.

– «Πάρε την ψωλή μου μωρή ξεκωλιάρα, καυλωμένη! Πάρτην μέσα στο μουνί σου, καριόλα!»

– «Ξέσκισε με σαν πουτάνα την καριόλα γαμιά μου! Γάμα με, με λύσσα. Περιμένω τόσο καιρό, μαλακίζω κάθε βράδυ το μουνί μου όταν σε ακούω να γαμάς. Και με τον άντρα μου όταν με γαμάει ο μαλάκας εσένα σκέφτομαι. Σκίσε μου τη μήτρα!»

Τα χύσια της έτρεχαν καυτά και με καύλωναν τρελά. Της τον βγάζω από το μουνί της να τρέχουν τα χύσια της βρώμας και της τον δίνω στο στόμα, όλον μέχρι το λαρύγγι που την έπνιξα. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη από το στόμα.

– «Πάρε τα χύσια του μουνιού σου για μένα πουτάνα! Πάρε την ψωλάρα που λαχταρούσες, ξεσκισμένη!»

Της το βγάζω από το στόμα και της λέω:

– «Τώρα θα σου κάνω αυτό που άκουγες χθες…»

– «Τι; Θα μου ξεσκίσεις τον κώλο γαμιά μου;»

– «Όχι, μόνο! Θα στον ξεπατώσω ξεκωλιάρα και θα σε δέρνω!»

Και βγάζω τη ζώνη μου.

– «Δεν είπες ότι τα θέλεις όλα;»

Και τη στήνω στα τέσσερα και χωρίς να της τον ανοίξω με κωλοδάχτυλο της τον χώνω με τη μία και βογκάει από τον πόνο και την καύλα.

– «Γάμα με! Ξεκώλιασε με γαμιά, μου την πουτάνα!»

Τη χτυπούσα με τη ζώνη στα κωλομέρια και τη γαμάω με τέτοια δύναμη που μας άκουγαν νομίζω, όλοι.

– «Μωρή ψώλα σου έχω ξεσκίσει τη σούφρα! Τι γαμιόλα είσαι εσύ; Τι ξέκωλο; Τι πουτάνα;»

Της τραβούσα τις ρώγες, την έδερνα και την ξεκώλιαζα.

– «Γαμιά μου, τι ψωλαράς είσαι εσύ; Πως με ξεκωλιάζεις! Έλα, χύνω η πουτάνα, χύνω γαμιά μου, χύνω η πουτάνα!»

Σπαρτάραγε από καύλα η πουτάνα! Έτοιμος κι εγώ τον βγάζω από τον κώλο και τον της το χώνω στο στόμα.

– «Έλα μωρή ψώλα, πάρτα όλα τα χύσια μου στο στόμα σου!»

Τα ήπιε όλα, η πουτάνα!

– «Ωραίο ξέσκισμα!» της είπα. «Σήκω τώρα να φύγεις μήπως μας πιάσουν πουτανάκι. Αν είμαι ξεκούραστος άλλη φορά θα σε ξαναξεσκίσω, ξέκωλο!»

– «Ευχαριστώ» είπε και έφυγε η γαμιόλα.

Ερχόταν κάθε φορά που δεν άντεξε να ακούει τα γαμήσια μου, μέχρι που έφυγα από τη Λάρισα.»

Καταλαβαίνετε πως καυλώνω μετά από τις ιστορίες του και ξεσκιζόμαστε μετά…

error: