Ο Αλουμινάς και εγώ…

Είμαι ο Νίκος, είμαι 19 ετών και είμαιγκέι παθητικός, θα ήθελα να σας περιγράψω την πρώτη μου εμπειρία, αν και πάντα φαντασιωνόμουν άνδρες, ακόμα δεν είχα τολμήσει ούτε πίπα να κάνω σε κάποιον, πήγα σε μια καφετέρια, μισή ώρα από το σπίτι μου, εκεί έπινα τον καφέ μου, και χάζευα τα αρσενικα τριγύρω, όχι ότι την έπεφτα σε κανέναν, απλά μ’αρεσε να τους κοιτάζω, να κοιτάζω τον καβάλο τους, πόσο φουσκωμένος ήταν κτλ κτλ, μια μέρα όμως ήρθε και κάθισε ένας άνδρας 1,82 περίπου, στα 36 το πολύ, νεανικό στύλ όμως, με παιχνιδιάρικα μάτια, και αρρενωπό σώμα, πρόσεξα ότι συζητούσε για αλουμίνια, δεν άργησα να καταλάβω ότι ήταν αλουμινάς φυσικά, έμοιαζε με άνδρα που έκανε πολύ χαβαλέ, αλλά είχε ένα σώμα πολύ απίστευτό, φαινόταν από τα κοντομάνικα που φορούσε και κολλούσαν πάνω του, δεν ήταν σωματώδης, αλλά είχε ωραίο σώμα, εκείνη την ημέρα δεν έγινε τίποτα, μόνο πρόσεξε ότι τον κοιτούσα συχνά, πήγα αρκετές φορές εκεί, και είδα ότι άρχισε να συχνάζει, έτσι το άθλημά μου, περιορίστηκε στο να πηγαίνω να χαζεύω αυτόν, έμαθα διάφορα κρυφακούγωντας με τρόπο, τον έλεγαν Στάθη,

κάποια στιγμή, μαζί με έναν φίλο του, χάζευαν στην οθόνη ενος λάπτοπ, δεν μπορούσα να δω τι, και είχαν κλείσει και τον ήχο φυσικά, δεν άργησα να καταλάβω όμως ότι έβλεπαν τσόντα, γιατί κοιτούσαν και οι δύο προσηλωμένοι, και τους είχε φουσκώσει ελαφρά ο καβάλος, ήθελα να τον τσιμπουκώσω εκείνη την στιγμή, εγώ είχα καρφωθεί στο φουσκωμένο τζην του, δεν είχε πλήρη στύση αλλά μου αρκούσε ότι έβλεπα, ο φίλος του σηκώθηκε να πάει τουαλέτα (για να τον παίξει μάλλον) ο άλλος είχε καρφωθεί στην οθόνη και το χέρι του χάιδευε ανάλαφρα το τζην του, εγώ κοιτούσα το μεγάλο χέρι του, να χαιδεύει το φουσκωμένο σημείο στο τζην, και να το κρύβει ταυτόχρονα, είχα απορροφηθεί τόσο πολύ στο φούσκωμα που

δεν είδε ότι ενω το χαίδευε με κοιτούσε που τον κοιτούσα, όταν τον κοίταξα στο πρόσωπο, είχε ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο του, και τον χαίδευε πιο απροκάλυπτα, σαν να μου έδειχνε τι είχε, εγώ τραβήχτηκα στον καφέ μου, κοίταξα πάλι κλεφτά και με κοιτούσε, με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη του, τώρα είχε καθίσει με την πλάτη πίσω στην καρέκλα, και τα πόδια αντρίκια ανοιχτά, σαν να μου έλεγε "έλα να το πάρεις" εγώ ρούφηξα τον καφέ μου, αλλά η φαντασίωση οργίαζε στο μυαλό μου, ήθελα να τον νιώσω στον κώλο μου, σηκώθηκα να πληρώσω τον καφέ, εκείνος με ακολουθούσε με το βλέμμα του, ο φίλος του ότι είχε επιστρέψει, εγώ πλήρωσα και κίνησα για την πόρτα, εκείνος με μια δήθεν βαρεμάρα σηκώθηκε λέγοντας στον φίλο του

"Πάω σπίτι, είμαι κουρασμένος", εγώ βγήκα αλλά επίτηδες έκανα αργά βήματα, και μετά από λίγο ένα χέρι έπιασε τον ώμο μου, τον κοίταξα "Καλησπέρα φιλαράκο" είπε, από κοντά έδειχνε ακόμα πιο καύλα, "Καλησπέρα σας" είπα εγώ, με κοίταξε με το ίδιο χαμόγελο που είχε στο μαγαζί "Μήπως θες να σε κεράσω τίποτα;" εγώ νομίζωντας ότι εννοεί κέρασμα απάντησα "όχι μόλις ήπια καφέ" αλλά επανέλαβε με πονηρό στυλ "μήπως θες να σε κεράσω….τίποτα;" αντιλήφθηκα το λογοπαίγνιο,

"Αν επιμένεις φίλε" απάντησα, με σταμάτησε " α όχι φίλε, κύριο θα με λες, είμαι 35 χρονών, και εσύ είσαι πόσο 18;" εγώ απάντησα "19" και ένιωσα την καύλα της υποταγής που μου επέβαλλε, "Είδες, είσαι μικρός, αρα θα με λες κύριο Στάθη" μου είπε και συνέχισε "πάμε μια βόλτα στο μαγαζί μου, να στο δείξω;" εγώ απάντησα ναι, φυσικά ήξερα ότι δεν ήθελε να μου δείξει το μαγαζί του, σταμάτησε σε ένα περίπτερο με το αυτοκίνητο,όταν γύρισε μου πέταξε ένα κουτάκι καπότες, ένιωσα τόσο πόρνη, "Θα τις χαλάσουμε όλες στον κώλο σου" μου είπε, φανερά καυλωμένος και οδήγησε  μέχρι το μαγαζί του, βγήκαμε από το αμάξι, μπήκαμε στο μαγαζί του, δεν άναψε τα φώτα, κλείδωσε την πόρτα, γύρω έβλεπα εργαλεία και αλουμίνια, και ένα ακατάστατο γραφείο με άδειες μπύρες κάπου στο βάθος στου μαγαζιού, ξαφνικά τον ένιωσα να με ακουμπάει πίσω μου, ένιωσα το εργαλείο του να αγγίζει πάνω από το τζην τον κώλο μου,

γύρισα και τον κοίταξα, γονάτισα κοιτώντας τον στα μάτια, το τζην του ήταν έτοιμο να σκιστεί, κατέβασα το φερμουάρ και άφησα το τζην να πέσει στα μπούτια του, ήταν η πρώτη μου φορά που έβλεπα καυλί από κοντά, ήταν μακρύ, και χοντρούτσικο, φλέβες το κάλυπταν, ενω το πουτσοκέφαλο, είχε γίνει κατακόκκινο, πουτσότριχες φροντισμένες γύρω του, περίμενα να νιώσω αηδία, όταν είδα ότι δεν ένιωσα, με την γλώσσα μου άρχισα να το γλύφω, πρώτα το πουτσοκέφαλο, η γεύση ήταν περίεργη, το φανταζόμουν αλλιώς σαν γεύση αλλά δεν με ενοχλούσε, όσο έγλυφα τόσο πρηζόταν το πουτσοκέφαλο, μετά το έπιασα με το χέρι μου, και έγλυψα και τον κορμό του, πάνω κάτω, ένιωθα αναψοκοκκινισμένος, ντρεπόμουν λίγο που το έκανα αυτό, το πρόσεξε, "Κοκκίνησε μικρή μου;" ψιθύρισε, εγώ δεν απαντούσα, συνέχιζα να γλύφω, "’Ελα τώρα ρούφα το λίγο" μου είπε, το έπιασα και έβαλα το πουτσοκέφαλο στο στόμα, άρχισα να ρουφάω, σαν καλαμάκι από γάλα, μόνο που ήταν πολύ χοντρύτερο, το έκανα μόνο στο πουτσοκέφαλο και τότε είπε "πιο μέσα, δεν ανοίγει το στόμα σου άλλο;"

ρώτησε, εγώ το άνοιξα περισσότερο, επιτρέπωντας στον ψώλο του να μπει περισσότερο μέσα, και να μειώσει και άλλο τον όποιο ανδρισμό μου είχε απομείνει, πνιγόμουν ελάχιστα, αλλά συνέχισα να ρουφάω "κοίτα με" έλεγε αυτός, ντρεπόμουν, κοιτούσα κάτω, "Κοίτα με" φώναξε, τον κοίταξα, με την ψωλή στο στόμα, σκλήρυνε και άλλο "αυτό είναι" απάντησε και έκλεισε τα μάτια με απόλαυση γέρνωντας το κεφάλι του πίσω, ενω το χέρι του, με ένταση μου έδινε ρυθμό, τώρα είχα αφεθεί να με κουνάει το χέρι του, η ψωλή του, είχε χωθεί στο στόμα μου και τώρα η αρχιδόμπαλες χτυπούσαν το σαγόνι μου ενω με έπνιγε το καυλί του, τραβήχτηκα να πάρω ανάσα, με άφησε, τα σάλια μου έτρεχαν από το στόμα λες και είχα πάθει εγκεφάλικο, η ψωλή του, στεκόταν όρθια,

"Τελείωνε σήκω" είπε με αυταρχικό τόνο, το έκανα, μου κατέβασε το τζην, αφού το ξεκούμπωσα, ο κώλος μου ήταν απροστάτευτός, τον χαστούκισε μερικές φορές και με στήριξε στο γραφείο του, άκουσα το περιτύλιγμα να σκίζετε και κατάλαβα ότι έβαζε καπότα, χωρίς τίποτα, ούτε δάχτυλα και τέτοια, με κάρφωσε αφήνωντας την πούτσα του, να μπει μέσα χωρίς σταματημό, μια κραυγή ξέφυγε από μένα, χωρίς να το θέλω, αλλά με τρέλανε στον πόνο, "Τι είναι μικρή μου;" έλεγε αυτός ενω κουνιόταν για να μου προκαλέσει πόνο στον κώλο, εγώ κρατιόμουν, δεν ήθελα να ξεπαρθενευτώ φωνάζωντας, ένιωθα ντροπή και καύλα για όλο αυτό, "Φώναξε" μου είπε, δεν φώναζα, κρατιόμουν, αλλά έσπρωξε μέσα, με δύναμη, μια κραυγή ξέφυγε δυνατότερη "Έτσι, θα σε σπάσω μικρή μου" και συνέχισε με δυνατές κινήσεις να μου κάνει έφοδο στον κώλο μου, οι κραυγές και τα "αχ" έβγαινα μόνα τους, προσπαθούσα να μην φωνάζω, αλλά ήταν αδύνατο, ο σιδεράς γαμούσε με τόση δύναμη, ήθελε να με κάνει να φωνάζω, τώρα ένιωθα ότι κάθε φορά που μου την έβγαζε, σαν να έλειπε κάτι από τον κώλο μου, λες και η πούτσα του ήταν πάντα εκεί και τώρα που έβγαινε, ένιωθα το κενό στον κώλο μου, με γαμούσε με τόση δύναμη, ο κώλος μου μούδιασε κυριολεκτικά, είχε χωθεί όλος μέσα, και έσπρωχνε λες και ήθελε να επεκτείνει την τρύπα του κώλου μου, φώναζα σαν μικρό πορνίδιο, όσο φώναζα τόσο με πονούσε, τον έβγαλε έξω,

"Στα γόνατα" είπε, το έκανα, τράβηξε την καπότα, και άρχισε να βαράει μαλακία, σπέρμα άρχισε να στάζει στο πρόσωπο μου, μετά να εκτοξεύετε και να σκάει παντού στο πρόσωπο μου, σαν τελειωμένη πορνοστάρ ένιωθα, όταν τελείωσε το χύσμο, μου ζήτησε να μείνω όπως ήμουν, ενω τραβούσε δεύτερη μαλακία και με έβαλε να του την πιω αυτή την φορά, με τον Στάθη δεν ξαναέκανα τίποτα, όχι ότι δεν ήθελα απλά εκείνος με απέφευγε, είχε βρει κοπέλα, αχ τυχερή που ήταν….

error: