Ξεριζωμένος … ΙΙ


 Η ζωή μου τελευταία είχε μετατραπεί σε ένα απερίγραπτο μπλέξιμο. Με τη Ράνια χωρίσαμε όταν γνώρισα την Abal. Η Abal ήταν απ’ τη Σαουδική Αραβία και το όνομα της σήμαινε Άγριο τριαντάφυλλο. Ήρθε στη χώρα μας με κάλπικες υποσχέσεις ενός εραστή με αρκετά χρήματα που μόλις έκανε το καπρίτσιο του την έδιωξε. Είχε αναζητήσει πολλές δουλειές μα ως τώρα ήταν τέτοια η ομορφιά της που ακόμη και σε σπίτια που πήγαινε για αγγελίες οικιακών βοηθών τη θέλανε για οικιακή πουτάνα. Η ζωή της ήταν δύσκολη, πετσί και κόκαλο τη γνώρισα, έκανα ένα παραλληλισμό που μου θύμησε τη δική μου πορεία μέσα από κακοτράχαλες ατραπούς κι ένιωσα πολύ κοντά της.

 Όταν πρωτοεμφανίστηκε στη δουλειά να ζητήσει μια οποιαδήποτε θεσούλα, ή έστω λίγο φαγί έμεινα άλαλος απ’ την ομορφιά της. Μαύρα μαλλιά πολύ σγουρά και μπερδεμένα, δέρμα σκούρο αλλά όχι πολύ, μακριά πόδια χυτά και σμιλεμένα σαν από διάσημο λυρικό ποιητή ή γλύπτη, μάτια τεράστια καφετιά με βλέμμα απελπισμένο κι αηδιασμένο απ’ την ανανδρεία του κόσμου, το στήθος διαγραφόταν μέσα απ’ το φόρεμα που φορούσε -από ‘κεινα που φορούν οι καθαρίστριες με τα κουμπιά μπροστά- όχι μεγάλο, ούτε μικρό μα στητό και ολοστρόγγυλο. Κι ο κώλος της χάρμα, μικρός απειροελάχιστος, στρογγυλεμένος και περήφανα ορθός. Μα αυτό που με μαγνήτισε ήταν η κίνηση της, πόδια που έλεγες πως δεν περπατά μα σαν τον αίλουρο παραμονεύει, χέρια που σα να δονούνταν μεθυστικά όποτε τα σήκωνε για να τραβήξει απ’ το πρόσωπο τις μπούκλες της. Μπούκλες που περιέβαλλαν ένα πρόσωπο ολοστρόγγυλο με έντονα χαρακτηριστικά, μύτη μικρή τσαχπίνα που την κουνούσε δεξιά όποτε θύμωνε και χείλη λεπτά σαν κορυφογραμμές απαλά βαμμένα απ’ τη φυσή τους. Φωνή που δύσκολα ακουγότανε, μα σταθερή.

  Τα αγγλικά της ήταν άριστα, τα δικά μου πάλι απαράδεκτα. Όπως και να ‘χει μπορεί να δυσκολευόμουν να μιλήσω αλλά όταν άκουγα άλλους να μιλάνε καταλάβαινα. Χρειαζόμασταν χέρια ντελικάτα, μα δεν περίμενα ποτέ πως τα χεράκια αυτά θα παίρνανε πρωτοβουλίες, πως ο κόσμος θα την ήθελε και θα έρχονταν ξανά και ξανά ευχαριστημένοι πελάτες. Συχνά άλλωστε την έβρισκα το μεσημέρι τρώγοντας το φτωχικό της φαγητό να μελετάει τις ετικέτες και να κρατάει σε ένα τεφτεράκι κατηγοριοποιημένα τα είδη μας. Αρχικά να μη με πάρουν χαμπάρι, την κοίμιζα στη δουλειά σε ένα σκατόστρωμα πάνω από παλέτες. Αποκτήσαμε μια άνεση, της πρότεινα να μείνει στο σπίτι μου, άλλωστε εγώ έμενα με τη Ράνια. Αρχικά αρνιόταν, σύντομα όμως οι πόνοι στην πλάτη απ’ το πρόχειρο κρεββάτι την ώθησαν να δεχτεί, αν και δεν περίμενα μια τέτοια ευσυνειδησία…τέλος του μήνα κάθε μήνα μου επέστρεφε το μισό μισθό της…

 

 Η Ράνια αρχικά τη σνόμπαρε και για πρώτη φορά έβλεπα μερικές πτυχές του εαυτού της που δεν μ’ αρέσαν καθόλου. Η ζήλεια της ήταν ασφικτική, ποτέ δεν ένιωσα κολακευμένος, πάντα με έκανε να αισθάνομαι σα να πνιγόμουν. Έμαθα και κάτι άλλο όμως που πυροδοτούσε η ζήλεια της και το υπερτόνιζε, ήταν ρατσίστρια. Μα μόλις οι τζίροι μας άρχισαν να αυξάνονται φάνηκε να καλμάρει, δείχνοντας μου τελικά πως ήταν φιλοχρήματη. Όταν έμαθε πως στο σπίτι της που ουσιαστικά μου επέτρεπαν να χρησιμοποιώ έμενε αυτή η ”βρωμιάρα” όπως την αποκαλούσε, έγινε έξαλλη. Και πάλι φάνηκε αρχικά να ηρεμεί στη σκέψη πως η Abal με πλήρωνε. Τα λεφτά της τα έδωσα όλα. Μα η ειρήνη δεν κρατούσε για πολύ, αρκεί ένα βράδυ να μην είχα όρεξη για σεξ κι αμέσως φούντωνε και μουρμούριζε πως πρέπει να με ξεθεώνει η βρωμιάρα και ότι κανονικά όφειλα να κάνω μπάνιο πριν ξαπλώσω στο κρεββάτι της.

 Τα γαμήσια που της έριχνα εκείνη την περίοδο ήταν όλα θυμωμένα και για να πειστεί πως δεν κοιμάμαι με την Abal συχνά φρόντιζε να με ξεθεώνει πρωί και βράδυ. Μα πλέον είχε χάσει το σεβασμό μου σε πάρα πολλά αν και της χρωστούσα τεράστια ευγνωμοσύνη κι αγάπη για την καλοσύνη της ως τώρα. Τη σφυροκόπαγα ανελέητα, πάντα άγρια, πάντα από πίσω, πάνω που έπαιρνε φωτιά ο πούτσος μου τη γύρναγα και την έχυνα όπου προλάβαινα, στην κοιλιά, στις βυζάρες της, στο πρόσωπο. Νόμιζε πως με το μουνί της με ελέγχει αλλά στην πραγματικότητα η ηλικία της και τα χρόνια αγαμίας την κάνανε να το θέλει περισσότερο. Πάντα την υποχρέωνα να μένει με τα χύσια πάνω της σαν ένδειξη μη σεβασμού μα εκείνη την καύλωνε η κατάσταση και συχνά γέλαγε υστερικά. Μέχρι που μου έδωσε κάτι που ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι γαμιέται, τον απόρθητο ως τότε κώλο της.

 Εκείνο το βράδυ στεγνός γαμούσα το μουνί της που δεν είχε προλάβει ακόμη να υγρανθεί, ούρλιαζε από καύλα και πόνο κι εγώ πονούσα μα η εκδίκηση που έπαιρνα ήταν γλυκιά. Για άλλο ένα ατελείωτο βράδυ μου έκανε καβγά για την Abal. Έμπαινα μέσα της άγρια, γρήγορα τη βάραγα μεχρι τον πάτο, τον έβγαζα φροντίζοντας με το χέρι μου να μη χάνω την τρύπα της και την κάρφωνα πάλι, η γαμιόλα με έχυσε αν και δεν είχα καμιά τέτοια πρόθεση, είχα καιρό να την κάνω να έρθει σε οργασμό, ούρλιαζε σαν τα ζώα που σφάζαμε στο χωριό κι οι σπασμοί της ήταν πολύ έντονοι. Είδα τα δάχτυλα της υγρά με τα σάλια της να τρέχουν να ψάχνουν την τρύπα της, δεν κατάλαβα τι έκανε μα όσο εγώ γάμαγα τη μουνότρυπα της το δάχτυλο της ξέφρενα έμπαινε μέσα στον κώλο της, το έβγαλε φάνηκε να φτύνει πάνω στο χέρι της, άρχισε να χώνει τρία δάχτυλα, γρήγορα, απόλυτα, αλάθητα, μέσα έξω, μέσα έξω κι ο ρυθμός της φρενήρης, έβγαλε τα χέρια της, τον κούνησε δεξιά αριστερά, βραχνιασμένη απ’ τα ουρλιαχτά της μα συνεχίζοντας να τον κουνάει θελκτικά…

-βάλτον μου εδώ μωρό μου…

ένιωσα πάλι όπως τότε που για πρώτη φορά κάθησε στον πούτσο μου, άσχετος, βλάκας, μπλοκαρισμένος… Διστακτικά, προσπάθησα όπως ήμουν να ανασηκωθώ λίγο και να μπω στην άλλη τρύπα που για να τα λέμε σωστά φαινόταν τόσο στενή με τράβαγε να την παραβιάσω. Ηταν αδύνατο να μπω έτσι. Ανασηκώθηκα κι άλλο και πάλι ήταν δύσκολο, σηκώθηκα τελείως για να ελέγξω την κατάσταση. Καύλωνα όλο και περισσότερο, ακούμπησα τα χέρια μου στην πλάτη της, αναστέναξε, κατάλαβα ότι το πήγαινα σωστά, λύγισα λίγο τα πόδια, ήρθα στη σωστή ευθεία, την καβάλησα σα μοτοσυκλέτα αγωνιστική και σιγά πολύ μαλακά μπήκα λίγο μέσα της. Ζέστη τρελή και σφίξιμο απίστευτο. Έμπαινα όσο μου επέτρεπε η τρύπα της κι έβγαινα ελάχιστα, φοβόμουν μη βγω τελείως και δε μπορώ να ξαναμπώ, λαχάνιαζε, ξέπνοα μου είπε

-μωρό μου…ααα μωρό μου! βάλτον μου πάλι κάτω

ο μούνος της σα λίμνη ανακούφισης, καυτός και υγρός…δε μ’ άφησε!

-τον θέλω πάλι πάνω μωρό μου έτσι υγρό 

ήταν πιο εύκολο αυτή τη φορά και υγρός απ’ τα υγρά της μπήκα ευκολότερα σχεδόν μέχρι τη βάση της πούτσας μου. Κουνιόμουν αργά μα έβγαινα όσο πιο έξω μπορούσα κι έμπαινα πάλι μέσα κάθε φορά και περισσότερο, ένιωθα την πούτσα μου να ξεραίνεται και να γδέρνεται στα τοιχώματα της σούφρας της, τα βογγητά της καυλωμένα και πονεμένα με τα δάχτυλα της χωμένα στο μουνί της πρέπει να ερχόταν πάλι σε οργασμό…

-κάνε κάτι μωρό μου… ΠΟΝΑΩ!! γρήγορα δως τα μου!!!

αυτό το ”δως τα μου” που έλεγε πάντοτε ναζιάρικα κι επιτακτικά μονίμως δρούσε καταλυτικά σε ‘μενα, εκείνη την ώρα στόχευα να χύσω και το έκανα. Πήρα μια απόφαση μιας και ήδη πονούσαμε απλά κινήθηκα πιο γρήγορα όχι πολύ, λίγο μα αρκετά ώστε να τραβιέται σχεδόν ως κάτω το πετσάκι μου σε κάθε κίνηση, ουρλιάζαμε μαζί, πονάγαμε ΜΑΖΙ και τότε επιτέλους τα ένιωσα να έρχονται σαν πλημμύρα… τα απελευθέρωσα μέσα της και βγαίνανε ζεστά και κραύγαζα τόσο δυνατά που έβαλε το χέρι της στο στομα μου ενώ δε φαινόταν να αντιλαμβάνεται πως οι δικές της φωνές ήταν το ίδιο δυνατές…

 

 Κοιμηθήκαμε κουλουριασμένοι, κολλημένοι… Όλη την ημέρα με κάποια χαιρεκακία οφείλω να ομολογήσω την έβλεπα να δυσκολεύεται να κάτσει και κάποιες κινήσεις να τις κάνει με δυσκολία. Μα εγώ προσκολλημένος είχα στο μυαλό μου τον κώλο της. Μα δεν έμελλε να ξαναγίνει τόσο σύντομα, με κράταγε σε απόσταση, ήταν το αντάλλαγμα για να είμαι πιστός κι ας μην της έδωσα ποτέ δικαίωμα…

 

 Άλλο ένα πρωινό που αισθανόμουν πτοημένος. Ξανά το προηγούμενο βράδυ με τέλειωσε με τσιμπούκι χωρίς να μ’ αφήσει καν να της γαμήσω λίγο την κωλότρυπα. Μου είχε γίνει εμμονή κι η Ράνια το ήξερε και δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να με βασανίζει με υποσχέσεις. Και με κράταγε γερά η πουτάνα γυναίκα. Ήξερε πως δε μπορούσα να κάνω ρούπι.Όπως κάθε μέρα ακολουθούσε το ίδιο σκηνικό, όταν δεν κοίταγε κανένας μου τον τούρλωνε κουνώντας τον δεξιά αριστερά προκλητικά. Έτσι συνήθως τα βράδια δε σκεφτόμουν καν να φάω, ήμουν υποχείριο της, με έσερνε όπου ήθελε, στην κουζίνα, στο σαλόνι να δούμε τηλεόραση, με τα παιδιά της και στο πάνω διαμέρισμα κι όταν κανείς δεν κοίταγε καθόταν στιγμιαία πάνω μου και τον έτριβε. Το βράδυ όμως πάντα μου ξέφευγε κι εμένα δε μου άρεσε να πιέζω καταστάσεις. Βέβαια πάντα ερχόμουν σε οργασμό, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Ήθελα να νιώσω τον πούτσο μου να πονάει απ’ το ξέσκισμα και να πονάει κι εκείνη το ίδιο και περισσότερο κι ύστερα να έρχεται η απελευθέρωση. Αν δεν ήξερα μέσω αυτής της μοναδικής φοράς πόσο δύσκολο θα ήταν να μπω μέσα της χωρίς να τον έχω υγράνει πρώτα με τα σάλια ή το μουνί της θα της τον έμπηγα μόνο για να νιώσω τον απερίγραπτο πόνο, να πονέσω και την ίδια κι ύστερα να χύσω.

 

 Πριν το μεσημέρι πήγε στην τράπεζα να εξαργυρώσει μια συναλλαγματική. Εγώ ήμουν πάλι καυλωμένος στο έπακρο. Με πήρε απ’ το κινητό, θα πήγαινε να πάρει τα παιδιά απ’ το σχολείο και θα ερχόταν μετά.Έκλεισα τις πόρτες για το μεσημέρι και πήγα πίσω στην κουζινούλα να κάτσω με την Abal και να φάμε το κολατσιό μας. Όπως κάθε μέρα η Abal έφτιαχνε τα τοστ αν και δεν ήταν υποχρεωμένη. Έφτιαχνε ακόμη και για τη Ράνια, η οποία ποτέ δεν το έτρωγε μιας και σιχαινόταν όπως έλεγε. Και πάντοτε σκεφτόμουν ”μωρή καριόλα σου εύχομαι να διψάς τόσο που θα ‘πινες και κάτουρα και να σου προσφέρει νερό αυτή η κοπελίτσα απ’ τα χέρια της, να δω αν θα το πιείς”… Έκανε μια κίνηση εκείνη τη στιγμή σκύβοντας ελαφρά και το φόρεμα της κόλλησε πάνω της, η μαλάκω η Ράνια τόση ώρα καθόμασταν στην κουζινούλα ένα ανεμιστήρα έστω αρνιόταν να βάλει… Έμεινα έκπληκτος μ’ αυτό το σώμα. Γύρισε, με είδε που την κοίταγα, το βλέμμα της κόλλησε στο δικό μου ένιωθα τα μάτια της να με τρυπούν, λόγια δεν υπήρχαν ήξερε τι ήθελα κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως θα μου το έδινε…

 

 Ήρθε στην καρέλα και με καβάλησε, τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ τη μέση μου, αναγκάστηκα να κάνω λίγο μπροστά για να χωρέσουν μέσα απ’ την πλάτη της καρέκλας. Το στόμα της κόλλησε στο δικό μου, η γλώσσα της με θράσσος εισέβαλε στο στόμα του, άνοιξε το στόμα της και μου δάγκωσε το πηγούνι βαριανασαίναμε και κουνιόμασταν πάνω κάτω ταυτόχρονα σα χαλασμένα μέλη μαριονέτας δε μπορούσαμε να συγχρονιστούμε, έσκαγα, τη σήκωσα στην αγκαλιά μου, τόσο ελαφριά, μύριζε σαν τα φύλλα του νοτισμένου πλάτανου όπως τα θυμόμουν απ’ το χωριό μου, κολλούσαμε απ’ τον ιδρώτα, κατέβηκε από πάνω μου, έβγαλε το φόρεμα της γρήγορα από πάνω έμεινε με τα εσώρουχα εκστρατείας, με κοίταξε, χαμογέλασε και τα έβγαλε, τα βυζάκια της τέλεια, τόσο μα τόσο τέλεια στρογγυλά κι οι ρώγες της μικρές και καυλωμένες, την αγκάλιασα, τα πήρα στο στόμα μου, τα δάγκωσα απαλά, τα χέρια της ελεύθερα μου ξεκούμπωσαν το παντελόνι, έπεσε κι η αγκράφα της ζώνης που μου αγόρασε η Ράνια στις γιορτές χτύπησε στο τσιμέντο με θόρυβο, μου κατέβασε το σλιπ, τον πήρε στο χέρι της, με μαλάκιζε γρήγορα, έμπειρα, άγρια μα και τρυφερά, γονάτισε μπροστά μου, τον ρούφηξε μανιασμένα, τον κράτησε στο στόμα της κι ύστερα στένεψε το στόμα της κι ενώ τον κράταγε με τα δάχτυλα της να σχηματίζουν δαχτυλίδι  τον έβγαλε αργά, υγρά απ’ το στενεμένο στόμιο της, συνέχισε να το κάνει, θα έχυνα δεν άντεχα, γδύθηκα όπως όπως τελείως, ήταν ήδη γυμνή, την έπρωξα στο πάτωμα πάνω στα ρούχα μας, ο πούτσος μου στο στόμα της, και το δικό μου να δαγκώνει δυνατά την κλειτορίδα της και να την παίζει δεξιά αριστερά, ενώ τα δάχτυλα μου μπαίνανε με βία στην τρυπούλα της… κάτι είχε η μυρωδιά της έντονο, ερωτικό και γεύση γλυκιά, ααα δεν υπήρχε περίπτωση θα τα έπινα όλα και σα να το σκεφτόταν ανασήκωσε τη λεκάνη της σα να μου έλεγε να κολλήσω κι άλλο, κατάλαβα, έχωσα τη γλώσσα μου στο μουνί της ένιωθα τις συσπάσεις μια να με τραβά προς τα μέσα την άλλη να με διώχνει…τι γλύκα ήταν αυτή και μα την αλήθεια το άρωμα της κάβλας της τόσο μα τόσο … δεν υπάρχει λέξη να το περιγράψει. Την ήθελα πολύ, κάθησα πάλι στην καρέκλα, την κάλεσα πάνω μου με τα ηλίθια αγγλικά μου, κατάλαβε, γέλασε χαριτωμένα με τις αρλούμπες που έλεγα ήρθε πάλι, τα πόδια της τώρα γυμνά αγκάλιαζαν τη γυμνή μου μέση, ανατρίχιασα, ιδρωμένα μα παγωμένα με έσφιξε και με αδιακρισία έκανε μοχλό με τα χέρια της το ίδιο μου το σώμα, ανασηκώθηκε κι έκατσε καρφωτά στον εντυπωσιασμένο απ’ την ομορφιά, την τρυφερότητα, τη θηλυκότητα της, αντρισμό μου. Τα έκανε όλα εκείνη, ανεβοκατέβαινε γρήγορα, έντονα με δύναμη κουνούσε το κωλαράκι της πάνω κάτω κι ένιωσα τα χέρια της να με πονούν στην πλάτη, με έσφιγγε στις ωμοπλάτες, με γρατσούναγε κι ύστερα τα χέρια της τυλίγονταν γύρω απ’ το λαιμό μου και το πρόσωπο της χωμένο στο στέρνο μου, να μυρίζω τα μαλλιά της, γρήγορα, έντονα, με δύναμη πάνω κάτω πάνω κάτω πάνω κάτω πάνω κάτω και δεν άντεχα άλλο, το ένιωσε, με κοίταγε στα μάτια και τότε με τελείωσε πάνω που ετοιμαζόμουν, τα ένιωθα να έχουν ανέβει, κατέβηκε, γονάτισε μπροστά μου και μου τον έπαιξε γρήγορα αφού πρώτα τον καθάρισε απ’ τα υγρά της, να είναι στεγνός σα να ήθελε να με πονέσει, ή να με ερεθίσει και έχυσα, έχυσα παντού ψηλά πάρα πολύ ψηλά εκτοξεύονταν, κάποια φτάσανε στα χείλη της μα τα περισσότερα πέφτανε πάνω μου και στα χέρια της που δε σταματάγανε να κινούνται φρενιασμένα κι ήταν τέτοια η ένταση μου, η στιγμούλα μου που και χίλια χρόνια να μου δίνανε δε θα τ’ άλλαζα με αυτή την ανακούφιση, την απελευθέρωση από ‘μενα, τη γυναίκα που είχα δίπλα μου, νέα, όμορφη, αλλιώτικη…

 

 Το απόγευμα με βρήκε διχασμένο, δεν ήξερα αν θα της το ‘λεγα στέλνοντας τη ζωή μου όπως την ήξερα στο διάολο ή αν για λίγο θα περίμενα, μα αυτή ήταν η αρχή του τέλους και το ήξερα…

————————–

-Volt- 

error: