Επί χρήμασι

  Για μια ακόμη φορά ήμουν άτυχος. Πέρασα τη συνέντευξη, όλα καλά μα τελικά προτίμησαν να προσλάβουν κάποιον άλλο με πτυχίο. Είναι σχεδόν μεγάλη κατάρα να ξέρεις μια δουλειά τα έξω και τα μέσα της, να καταλαβαίνεις και μόνο με μια ματιά τι πρέπει να κάνεις και τελικά κάποιοι άλλοι με ένα κωλόχαρτο χωρίς καμιά εμπειρία να σου παίρνουν τα λεφτά απ’ την τσέπη. 

 Δεκαεξάρης ήμουν όταν παράτησα το σχολείο λόγω των οικονομικών προβλημάτων μας κι αναγκάστηκα να πιάσω δουλειά στο μηχανουργείο του θειού μου. Μοναχοπαίδι εγώ, μόνος του αυτός μπορεί να φώναζε αλλά με συμπαθούσε ο γέρος. Έλεγε θα μου τ’ άφηνε μπας και δω κι εγώ λίγο φως στο παντελόνι μου, μπας και πάρω κι ένα δικό μου σπιτάκι. Πέθανε όμως ο γέρος μια μέρα πάνω απ’ τον τόρνο και που το μυρίστηκε η τράπεζα έτρεξε να συλλέξει τα χρωστούμενα. Και πού να τα βρω ο έρημος; Σπαθί ο γέρος, με είχε στην κληρονομιά του μα που να κάνω αποδοχή με τέτοια έξοδα που είχε. Μόνος του αυτός έπαιρνε κι εμένα μαζί του και γυρνάγαμε όλη νύχτα από παράνομες λέσχες με ζάρια και χαρτιά σε όλα τα κωλάδικα στα δυτικά.

 Το μόνο που μου ‘μεινε τελικά δικό μου ήταν το παλιό μερσεντές του. Μαύρο με εξωφρενικές ζάντες και φιμέ τζαμάκι έλεγα θα έπιανε μερικά φράγκα. Αλλά δε μπορούσα να το πουλήσω, τον αγαπούσα τον παλιόγερο και μόνο αυτό μου απέμεινε να τον θυμάμαι…

Είδα κι απόειδα με τις δουλειές κι έκλαιγα τη μοίρα μου πότε δουλεύοντας κλεφτά στις αποβάθρες, πότε σε καμιά μεταφορική ίσα να μπορώ να πληρώνω δωμάτιο να κοιμάμαι μερικές ώρες και κανά σάντουιτς. Κάθε Κυριακή όμως την περίμενα πως και πως! Ήταν η μέρα που έβγαζα το αυτοκίνητο κι έκανα βόλτες άλλωτε πηγαίνοντας αργά στη δεξιά λωρίδα ως τη Γλυφάδα κι άλλωτε πάλι τρέχοντας σαν παλαβός.

 Ένα τέτοιο μεσημέρι με το αμάξι μου στην πένα να γυαλίζει έτρωγα μια κρέπα σοκολάτα και το θαύμαζα, ίσως γιατί ήταν και το μόνο απόκτημα μου έστω κι αν ήταν απ’ τα δουλεμένα κάποιου άλλου. Με πλησίασε μια κυράτσα κοντά στα πενηνταπέντε. Το σώμα της ήταν ατσούμπαλο. Χοντρή αλλά σε όλο το σώμα και πρόσωπο από αδιάφορο έως ανούσιο ύπαρξης. Φορύσε χρυσό ρολόι στο χέρι που όλο κούναγε τον καρπό να με κάνει να το προσέξω.

-Νεαρέ έχασα το λεωφορείο μήπως μπορείς να με πας λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω;

την κοίταξα καλά καλά, σιγά μια τέτοια σινιέ ντυμένη κυρά με τα χρυσά και τα αρώματα της μην έμπαινε σε μέσα μαζικής μεταφοράς. Έπειτα λίγο πιο κάτω ήταν η πιάτσα ταξί τίγκα στα αυτοκίνητα.Της έκανα νόημα δείχνοντας τα. Χαμήλωσε τη φωνή και μου χαμογέλασε δήθεν εγκάρδια

-Ξέρεις δεν κουβαλάω πολλά χρήματα πάνω μου. Τέτοιες ημέρες φοβάμαι…καταλαβαίνεις… Γι΄ αυτό αν θα μπορούσες θα το έκτιμούσα πολύ..

Ούτε είχα τίποτα να κάνω, ούτε μίλαγα ποτέ με κανένα. Δε βαριέσαι σκέφτηκα θα το παίξω για λίγο ταρίφας, θα δω και τη σπιταρώνα της κι αν είμαι τυχερός μπορεί και να μου δώσει κανένα ψιλό.

Στο δρόμο με ρώτησε κανα δυο φορές ποιανού γιος είμαι. Φανταζόταν με τέτοιο αυτοκίνητο πως θα ‘μαι απ’ την κάστα της. Όταν κατάλαβε πως δεν είμαι κανενός, απλά ένας άσχετος που μπορεί να έκλεψε ή να πήρε με χίλιους δυο τρόπους ένα τέτοιο αυτοκίνητο έγινε ακόμη πιο γλυκανάλατη.

Φτάνοντας λοιπόν σε ένα ομολογουμένως άχαρο δίπατο αλλά τεραστίων διαστάσεων μου χαίδεψε το μπράτσο και με ρώτησε αν θα ήθελα να περάσω μέσα να με κεράσει ένα αναψυκτικό. Διασκεδαστικό μου φάνηκε, ήθελα άλλωστε να δω αν από μέσα το σπίτι της έχει καθόλου γούστο και δε δίστασα.

Τα έπιπλα προπολεμικές παλιατζούρες, δεν αμφιβάλλω βέβαια πως θα ήταν πανάκριβα και όλο το σπίτι μύριζε σαν κάποιος να αρωμάτιζε το χώρο με τσάϊ του βουνού. Με οδήγησε σε ένα κανανπέ μαύρο δερμάτινο. Κάθησα και περίμενα να μου φέρει τελικά λίγο καφέ μηχανής.

Ήρθε ύστερα από λίγα λεπτά χωρίς κανένα καφέ στα χέρια ολόγυμνη έχοντας ανάμεσα στα δόντια της κάτι. Όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής από ‘μενα είδα τι ήταν. Με κοίταξε αυτάρεσκα κι επιτιμιτικά. Τα έβγαλε απ’ το στόμα μου τα κούνησε επιδεικτικά

-Αν είσαι καλός μαζί μου και ΤΟ ΕΝΝΟΩ αυτά θα γίνουν δικά σου!! Κι όχι μόνο αυτά και πολλά άλλα.

Ναι η αλήθεια είναι πως μου έριχνε σίγουρα εικοσιπέντε με τριάντα χρόνια και με άφηνε σίγουρα αδιάφορο τόσο αδιάφορο που αναρωτιόμουν αν θα μου σηκωνόταν αλλά το όλο σκηνικό και το υφάκι της προκλητικό κι αυταρχικό με ερέθιζε. Κι εδώ που τα λέμε τα φράγκα που μου κούναγε στη μούρη ήταν αρκετά για να νοικιάσω δωμάτιο στο λιμάνι για καμιά βδομάδα.

-Δε μ’ αρέσεις

δεν ξέρω αν ήθελα να την προκαλέσω, να τη σοκάρω ή να την κάνω να με διώξει.

-Η πόρτα θυμάσαι που είναι

είπε και κάθησε στο πάτωμα ανοίγοντας τέρμα τα πόδια της και τράβηξε με τα δάχτυλα τα μουνόχειλα της κι έχωσε τα λεφτά κατά ένα μέρος μέσα

-αλλά κι αυτά ξέρεις που είναι.. ΔΙΑΛΕΞΕ

σχεδόν φώναξε. Με κοίταζε λαίμαργα.

Δεν έκανα καμιά κίνηση ούτε να φύγω ούτε να την πλησιάσω. Κατά κάποιο τρόπο με είχε ερεθίσει περισσότερο και με είχε υποχρεώσει. Ένιωσα πως θα την απέρριπτα και δεν ήθελα. Απ’ την άλλη που ήξερε εκείνη ποιος είμαι κι ότι θα μπορούσα να γαμήσω για μερικά λεφτά;..

-Έλα

μου είπε πιο παθιάρικα και με κοίταζε με προσμονή.

Πήρα μια απόφαση αν κι ακόμη φοβόμουν πως δε θα μου σηκωνόταν με τόσο αδιάφορη γυναίκα. Αλλά εδώ που τα λέμε το μουνί είναι μουνί κι έχει κι ωραίες μυρωδιές και στο κάτω της γραφής είχα καιρό να γαμήσω. Στην τελική κι οι πουτάνες που με πήγαινε ο γέρος δε μ’ αρέσανε πάντα αλλά τις ξέσκιζα χωρίς κανένα πρόβλημα. Γιατί να μην το κάνω τώρα και να πληρωθώ κιόλας;…

Την ώρα που έβγαζα το μακό μου συνειδητοποίησα πως είχα άγχος. Ήθελα να την ικανοποιήσω και δεν ήθελα και να ντροπιαστώ. Γδύθηκα τελείως, ξάπλωσα από πάνω της στο ζεστό πάτωμα. Με το χέρι μου πήρα τα λεφτά και τα πέταξα παράμερα.

-Μετά θα πούμε γι’ αυτά, τώρα θα πούμε άλλα

της είπα ψιθυριστά. Απλώς χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια. Τη φίλησα στο στόμα, έβγαλε τη γλώσσα της, την τράβηξα μέσα στο στόμα μου, άρχιζα να καυλώνω, φιλούσα το λαιμό της, γλίστρυσα παρακάτω πήρα τη δεξιά ρώγα της στο στόμα μου έκανα κύκλους με τη γλώσσα μου, τη δάγκωσα και βόγγηξε, με το χέρι μου τσίμπησα δυνατά την άλλη της ρώγα. Ανάμικτα συναισθήματα μου έρχονταν όλα στο νου, τα λεφτά, το στιλάκι της, η καύλα μας, την πόναγα , το ήξερα κι εκείνη βόγγαγε και δε μου έλεγε να σταματήσω. Άρχισα να κατεβαίνω παρακάτω

-μη σταματάς

μου είπε

συνέχισα να δαγκώνω όλο και πιο δυνατά τη μια της ρώγα και να τραβάω την άλλη σχεδόν με δύναμη, βαριανάσαινε καύλωνα κι άλλο ώπα μας αυτά ήταν τώρα την ήθελα, κουνιόταν πάνω κάτω κι η πούτσα μου τριβόταν στις άγριες τρίχες του μουνιού της

το έκοψα όλο αυτό κατέβηκα παρακάτω

πήρα την κλειτορίδα της απ’ τις μεγαλύτερες στο στόμα μου. Κι εδώ τα ίδια την έγλυφα και τη δάγκωνα. Έχωσα όλο μου το στόμα με το σαγόνι στον κόλπο της και με τα δάχτυλα χαίδευα το αριστερό τμήμα της κλειτορίδας της, μου πίεζε με δύναμη το πρόσωπο στο μουνί της και κουνούσε βίαια τα πόδια σα να ήθελε να με καταπιεί. Δεν άντεχα η πούτσα μου ήταν ολόρθη, με πίεζε και ακουμπούσε καμαρωτό το πουτσοκέφαλο στο πάπτωμα, την έγλυφα όλο και πιο γρήγορα με πίεζε περισσότερο δε μπορούσα να ανασάνω δυσκολευόμουν και τότε ένιωσα τους σπασμούς της και την άκουσα να βογγάει σχεδόν σαν κλαψούρισμα μα πολύ δυνατό αν ήμασταν σε διαμέρισμα θα είχαμε ακουστεί σε όλη την πολυκατοικία.

Τώρα και να με πλήρωνε δε θα σταμάταγα η γυναίκα ήταν φωτιά κι όλο και υγραινόταν περισσότερο. Έβγαλα το πρόσωπο μου γεμάτο υγρά απ’ το μουνί της.

Τη φιλούσα πάλι στο πρόσωπο και με τη γλώσσα της έγλυφε τα υγρά της και τα πασάλειβε σε όλο μου το πρόσωπο πωπω πως με καύλωνε η πουτάνα.

Ανασήκωσε πολύ ελαφρά τα πόδια της και σχεδόν φυσικά μπήκα μέσα της. Κι όμως με τόσα υγρά ο μούνος της ήταν τόσο στενός σα σφιγμένη γροθιά. Μούγκριζε ενώ τη γαμούσα αργά αλλά με δύναμη. Κράταγα την πούτσα μου με το χέρι, την έβγαζα ολόκληρη και της τη φόρμαρα πάλι οόκληρη. Πόνοαγε, πόναγα και το ήξερα αλλά μου άρεσε τόσο πολύ.

Μπήκα μέσα της για τα καλά έμεινα ακίνητος για λίγο

-Μη σταματάς μη σταματάς

μου είπε παρακαλετά

ήθελα να μου δείξει πάλι πόσο σκύλα είναι γι’ αυτό της είπα

-Νομίζω αρκετά για σήμερα…

και δε με απογοήτευσε, η φωνή της σκλύρηνε τα μάτια της άνοιξαν και καρφώθηκαν στα δικά μου

-Αν φύγεις τώρα θα σε κάνω κομμάτια, θα σε διαλύσω

άργησε αλλά κατάλαβε οτι τη δούλευα… είχε αρχίσει να φωνάζει όταν με δύναμη άρχισα να τη γαμάω πολύ γρήγορα χωρίς ανάσα, οι κουβέντες της μείνανε στη μέση, ούρλιαζε, μούγκριζε, έκλαιγε, βράχνιαζε και στο τέλος φώναζε

-είσαι πολύ μάγκας μωρό μου μη σταματάς σε θέλω σε θέλω σε θέλω

τη γαμούσα συνεχόμενα και γρήγορα χωρίς σταματημό, ήξερα πως όπου να ‘ναι θα ‘χυνα αλλά ήθελα να νιώσω πάλι τους σπασμούς της

σταμάτησα πάλι να κουνιέμαι και την κοίταξα, άνοιξε κι εκείνη τα μάτια και τα έχωσε βαθιά στα δικά μου -τελικά είχε πανέμορφα μάτια-

-αν δε μου δώσεις οτι και πριν που σε γάμαγε η γλώσσα μου θα σταματήσω τώρα

ψέλισε

-μα πως μου μιλάς

έκανα πάι ένα απότομο μέσα έξω

-σκάσε πουτάνα και κάνε αυτό που σου ‘πα

σταμάτησε με κοίταξε χαμογέλασε κι έγλειψε τα χείλη της με μια κίνηση πολύ γρήγορη για τόσο πληθωρική γυναίκα με γύρισε τούμπα και βρέθηκε από πάνω μου με τα πόδια της να μ’ αγκαλιάζουν και να με καλύπτουν. Για γυναίκα χοντρή μια χαρά άντεχα το βάρος της…

Τα πόδια της με έσφιξαν κι άρχισε να κινείται πάνω κάτω δυνατά αν και δεν έβγαινε πολύ έξω μα πολύ πιο γρήγορα από ‘μενα, είχα καυλώσει τρομερά, δεν το κατάλβα αμέσως αλλά με χαστούκιζε δυνατά, θύμωσα και καύλωσα κι άλλο

την ανέτρεψα πάλι κι αυτή τη φορά όπως βρέθηκα από πάνω της πήρα τα πόδια της στους ώμους μου και μπήκα πολύ βαθιά μέσα της και τη γάμησα γρήγορα και πάλι έβγαινα σχεδόν ολόκληρος κι αμέσως την κάρφωνα

ψιθύριζε δεν την άκουγα

-τι είπες;

-είμαι δική σου

είπε ξεψυχισμένα και μου τα έδωσε ΟΛΑ…

και τότε αφέθηκα ελεύθερος και κινήθηκα πιο γρήγορα και το μουνάκι της ξέσφιξε κι η πούτσα μου κολύμπαγε στα υγρά της

-έρχομαι

της είπα

-που τα θες

με κοίταξε προκλητικά, μου χαμογέλασε

-ζέστανε με….

και

και

και

το ΕΚΑΝΑ!

Η αίσθηση ήταν απίστευτη. Απελευθέρωση, πόνος, καύλα… τη φίλαγα συνέχεια…

αυτή η χοντρή και άχαρη γυναίκα με είχε γεμίσει έρωτα και μέσα από αυτό είχα δει πράγματα σ’ αυτήν που σίγουρα δε θα έβλεπα ποτέ

Ίσως για ‘κεινη να ήταν σταθερό άθλημα να ψωνίζει νεαρούς μα για ‘μενα ήταν πρώτη και είμαι σίγουρος τελευταία φορά και της τα πα.

Ύστερα ντύθηκα, τα λεφτά της δεν τα πήρα. Δεν είπε τίποτα, άφησα το κινητό μου αν και ποτέ δεν τηλεφώνησε, μα εμένα μου ΑΡΚΕΙ έστω κι έτσι γιατί εγώ ξέρω, για μενα μετράει πως μ’ αυτή τη γυναίκα που δε μοιραστήκαμε ποτέ και τίποτα κοινό καταλάβαμε ο ένας τον άλλο και κάναμε έρωτα.

 ***************************

-Volt-

Προηγούμενη ιστορία: -Λεπτός χειρισμός 

 

error: