Αγριοκάτσικο


 Ποτέ δεν υπήρξα μεγάλος εραστής, ούτε είχα πολλές εμπειρίες. Μέχρι τα 20 οι σχέσεις μου μετρούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρόλ’ αυτά ήμουν απ’ τους λίγους στη γενιά μου που σε ηλικία 15 χρονών πρωτολοκλήρωσα με την κοπέλα μου και όχι με πουτάνα. Γενικά σπάνια διεκδικούσα την ευτυχία που ένιωθα πως μου αξίζει αλλά ντρεπόμουν να δείξω χαρακτήρα από φόβο μην πληγώσω τους άλλους. Έτσι συνέχισα να είμαι και σα φοιτητής κι αργότερα στη δουλειά μου. Κάπως έτσι μπόρεσε να μου επιβληθεί κι η Μαίρη, η σύζυγος μου. Αυταρχική και κυριαρχική απ’ τη φύση της και την ανατροφή της δεν ήθελε και πολύ για να χώσει κάτω απ’ τη φούστα της ένα μαλάκα που σεβόταν τις επιθυμίες και τις ανάγκες της πάνω απ’ τις όποιες δικές του.

 Ούτε καν όταν σταμάτησε να κοιμάται μαζί μου, πάχυνε και γκρίνιαζε συνέχεια δεν έκανα τίποτα. Ήταν άλλωστε έτσι περιπλεγμένα και τα οικονομικά μας στοιχεία που έλεγχε τα πάντα. Αν χώριζα θα έχανα τα πάντα κι ας είχαν αποκτηθεί με τους δικούς μου κόπους. Έτσι στα 31 ήμουν σε μια δουλειά πωλητής με μικρό δυναμισμό που δεν είχα καταξιωθεί όσο θα ήθελα αν κι όλοι ξέρανε πως κόβει το μάτι μου και ξέρω ποιός θ’ αγοράσει και ποιά είδη αξίζουν να εισάγουμε. Γύριζα με μια τσάντα το βράδυ σε ένα σπίτι στο οποίο εγώ έπρεπε να μαγειρέψω, να πλύνω τα πιάτα και ν’ ανέχομαι μια μουράκλα ως το πάτωμα μιας κι η δική της δουλειά ήταν σημαντική, ήταν αυτή που πλέον έφερνε το χρήμα. Γιατί η αλήθεια είναι πως μέχρι κάποια στιγμή ήμουν πωληταράς αλλά διάφορες καταστάσεις όπως ένα προσωπικό πρόβλημα υγείας και κάποιος θάνατος δικού μου ανθρώπου με οδήγησαν σε μια καθίζηση απ’ την οποία δεν κατάφερα να συνέλθω.

 Το σεξ είχε ξεχαστεί πολύ καιρό, όπως κι η ελπίδα ν’ αποκτήσω παιδιά, άλλωστε αμφιβάλλω αν ήθελα μαζί της.Είχε όμως και όμορφες στιγμές. Στιγμές διαύγειας, καλοσύνης και συμπαράστασης που της ήμουν ευγνώμων, όπως και πολύ όμορφες αναμνήσεις απ’ τον καιρό που ήταν μια πανέμορφη και θελκτική κοπέλα.

 Κάποια στιγμή δεν ξέρω αν ήταν τύχη ή αν έστω και για λίγο μπήκε το νερό στ’ αυλάκι κατάφερα να κάνω μια πολύ σημαντική πώληση που με έφερε σε ένα άλλο στάτους κοντά σε μια πολυπόθητη προαγωγή που αν την έπαιρνα θα μπορούσε να μου εξασφαλίσει ένα μισθό πολύ ικανοποιητικό κι ένα δέλεαρ καταξίωσης που θα μου έδινε απίστευτη τόνωση και ανάταση. Βέβαια απ’ τον επόμενο μήνα επέστρεψα στη γνωστή μονότονη και ισοπεδωμένη κατάσταση με τις δουλειές που χάλαγαν στο τσακ.

 Εντούτοις κατάφερα να κρύψω ένα μέρος της αμοιβής μου απ’ τη Μαίρη κι όταν εκείνη πήγε τρεις μήνες μετά για μερικές ημέρες στο εξοχικό των γονιών της μαζί τους ισχυριζόμενος πως δε σηκώνω το σταθερό γιατί μένω περισσότερες ώρες στη δουλειά μου μπόρεσα να πάω κι εγώ για δυο μέρες στο Ναύπλιο. Βρήκα ένα μικρό ξενοδοχείο μέσα στην πόλη απ’ αυτά τα παμπάλαια που δεν ανακαινίστηκε ποτέ, είχε ακόμη και κοινόχρηστη τουαλέτα. Ήταν όμως πεντακάθαρο, απίστευτα φωτεινό κι απίστευτα ήσυχο τέτοια εποχή. Πήρα μαζί μου ένα βιβλίο που ήθελα πολύ να διαβάσω, καθημερινά ρούχα και επιτέλους μπόρεσα να χαλαρώσω βγαίνοντας στην αρχή μόνο για να πάω στο διπλανό τυροπιτάδικο για πιροσκί.

 Με το βιβλίο παραμάσχαλα έκανα μεγάλους περιπάτους απ’ την παλιά πόλη ως το λιμάνι, καθόμουν και κοιτούσα τη θάλασσα, δε σκεφτόμουν τίποτα μόνο την πλοκή στο βιβλίο μου, το έθεσα όρο κι έτσι πέρασα ήσυχα, ειρηνικά.

 Σε μια καφετέρια μικρότερη κι απόμερη σε σχέση με τις άλλες που ήταν κοντά στο νταβαντούρι έπινα ήσυχος τον φραπέ μου όταν μια κοπέλα απροσδιόριστης εθνικότητας ήρθε για να πουλήσει κάτι χαρτομάντιλα χρωματιστά. Μου κάνανε εντύπωση γιατί δεν τα είχα ξαναδεί κι είπα να πάρω μερικά. Έβγαλα μερικά ψιλά και της είπα να κρατήσει τα ρέστα. Η απάντηση της με ξάφνιασε τόσο που την κοίταξα καλά καλά…

 

Δε θέλω. Ευχαρισττώ.

 

τα μαλλιά της ήταν δεν ήταν ακριβώς μαύρα έμοιαζαν σχεδόν μπρούτζινα και πιασμένα σε χαλαρή αλογοουρά άφηναν δυο τούφες απ’ τη μια πλευρά να χαϊδεύουν το ημίλευκο δέρμα της με το μυτερό πιγούνι, τα λεπτά σα γραμμή ροζ ανοιχτά χείλη της και να πλαισιώνουν όμορφα σχιστά μελιά μάτια. Πολύ αδύνατη φορούσε ένα φούτερ που φούσκωνε αρκετά στο στήθος με λεπτούς σαν κλαράκια ώμους κι ένα φαρδύ κοτλέ παντελόνι έκρυβε τα σχετικά κοντά μα γυμνασμένα απ’ το περπάτημα πόδια της. Είχα πειρακτική διάθεση κι έτσι είπα

 

Γιατί δε θες;

 

Έτσι…

 

η φωνή της ήταν μεταλλική σαν τις νότες από ξεκούρδιστο πιάνο και ψιλοβραχνή. Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από εικοσιδύο χρονών. Σχεδόν θα μπορούσα να πω πως μου άρεσε…

 

Δεν πρέπει να είσαι ακατάδεκτη, μονολόγησα σχεδόν ψιθυριστά.

 

Για άλλη μια φορά με ξάφνιασε. Μάζεψε τα χαρτομάντιλα της, άφησε με θόρυβο τα κέρματα μου στο τραπέζι κι έκανε στροφή να φύγει.

 

Περίμενε! Περίμενε!

 

αυτό το αγριοκάτσικο πολύ το γούσταρα. Σηκώθηκα και την έπιασα χαλαρά απ’ τον ώμο. Γύρισε και βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Με κοίταξε στα μάτια χωρίς ν’ αποστρέφει το βλέμμα της.

 

Τί θες ρε;

 

η φωνή της έγινε ακόμα πιο βραχνή. Εδώ μάλλον τη σόκαρα εγώ

 

Θέλω να πιείς μαζί μου ένα καφέ … ή να φας κάτι;

 

Και μετά τί;

με ρώτησε με στόμφο άγρια…

 

Μετά…. μετά θα δούμε…μπορεί να σε κεράσω ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο μου να κοιμηθείς.

 

Με χαστούκισε με δύναμη. Ο καφετζής γύρισε και κοίταξε με περιέργεια. Του έκανα νόημα πως όλα είναι εντάξει.

 

Δεν υπονοούσα τίποτα μικρή…. Εσύ θ’ αποφασίσεις για ‘μετα. Εγώ έχω απεριόριστο χρόνο και καθόλου παρέες.

αυτό το είπα σκόπιμα με παράπονο. Φάνηκε να αμφιταλαντεύεται. Την κοιτούσα απλά, σχεδόν με ειλικρίνεια αν κι αναρωτιόμουν τελικά τι γεύση θα έχει το μουνάκι της κι αν τον έχει φάει. Έτσι βλέποντας τη θα έλεγα πως έπρεπε να τον τρώει αρκετά χρόνια. Μάλλον την έπεισα, ή ήθελε να πειστεί… Έκατσε στο τραπέζι μου, της παρήγγειλα καπουτσίνο, ήθελε και καπουτσίνο το αλητάκι. Δεν πειράζει… Μου μίλησε για τη ζωή στο Ναύπλιο τις καθημερινές που μένουν μόνο οι ντόπιοι κι όταν δεν τους βλέπουν πόσο πολύ αλλάζει η συμπεριφορά τους απέναντι στους ξένους. Ήταν απ’ την Αρμενία αλλά είχε γεννηθεί εδώ. Πούλαγε αυτά τα χαρτομάντιλα που τα έφτιαχνε η θεία της που είχε και την αποκλειστικότητα. Τα κέρδη ήταν μέτρια αλλά είχε πλάκα όπως το έθεσε να γνωρίζεις κόσμο.

 Της μίλησα για τις μεγάλες πωλήσεις πως το είδος μπορεί και να αλλάζει αλλά ο τρόπος προσέγγισης και τα κόλπα του πωλητή παραμένουν τα ίδια. Με ρώτησε για τις τεχνικές κι αν μια ξένη γυναίκα σαν κι αυτή θα μπορούσε να αναζητήσει μια καλύτερη δουλειά στις πωλήσεις. Μου άρεσε ήταν σπίρτο και με άκουγε ενώ τα μάτια της έμεναν σε επαφή με τα δικά μου. Τη ρώτησα αν ήθελε να φάμε μαζί κάτι απλό στο ξενοδοχείο μου. Δέχτηκε. Επιστρέψαμε ενώ στο δρόμο της έδειξα πως λειτουργεί η στοχευμένη πώληση με άριστη γνώση του είδους εξασφαλίζοντας πώληση πέντε κούτες απ’ τα χαρτομάντιλα της σε ένα περίπτερο…Πετούσα! Έκανα τη δουλειά μου άριστα γιατί δεν είχα κάτι να κερδίσω, δε με ζημίωνε πουθενά αυτό που έκανα και γιατί η πιτσιρίκα με θαύμαζε…

 Στο ξενοδοχείο πριν μπούμε πήραμε δυο σακούλες πιροσκί από δίπλα και δυο αναψυκτικά. Επέμενε να πληρώσει κι εκείνη, μου άρεσε αυτό, αλλά φυσικά δεν την άφησα. Μέχρι να φέρω το τραπέζι και την καρέκλα κοντά στο κρεβάτι περιεργαζόταν το βιβλίο μου, τη ρώτησα αν ξέρει ανάγνωση μου είπε πως όχι και με ρώτησε για το θέμα του βιβλίου και τι κερδίζω διαβάζοντας. Μιλούσαμε πολύ ώρα. Με άκουγε, καλύτερα! κρεμόταν απ’ τα χείλη μου και καταλάβαινε τι έλεγα. Ξάπλωσε τουρλώνοντας την κοιλίτσα της λέγοντας πως έσκασε. Ξάπλωσα δίπλα της και της τη χάιδεψα, δεν με απώθησε, το χέρι μου κατέβηκε παρακάτω και της ξεκούμπωσα το φερμουάρ του παντελονιού, συνέχισα να περιφέρω το χέρι μου πρώτα πάνω απ’ το φτηνό συνθετικό βρακάκι της κι ύστερα να κάνω κύκλους με το δάχτυλο μου και τις τριχούλες της. Αναστέναξε…δε μιλούσε. Ανασηκώθηκα, της τράβηξα απαλά το παντελόνι και το βρακάκι. Ωραίο μουνάκι, το πήρα στο στόμα μου, χάιδευε τα μαλλιά μου… έπαιζα με τη γλώσσα μου την κλειτορίδα της κυρίως απ’ τα αριστερά προς το κέντρο. Αρχικά έχωσα ένα δάχτυλο στον κόλπο της, μετά έβαλα δύο κι όταν έβαλα και το τρίτο βόγκηξε ξαφνικά και ξεκίνησε ν΄ ανεβοκατεβάζει γρήγορα τη λεκάνη της ασθμαίνοντας

 

Σε θέλω! έλα

μουρμούριζε ξεψυχισμένα. Γδύθηκε τελείως, ο πούτσος μου σηκώθηκε σκληρός όπως είχε να γίνει πολύ καιρό, γυάλιζε απ’ τα προεόρτια μου. Έφερα τα χέρια μου κάτω απ’ τη λεκάνη της και την ανασήκωσα, κατάλαβε και βοήθησε κι εκείνη. Μπήκα μέσα της χωρίς να σηκώσει τα πόδια. Μπήκα καρφωτά κι όταν ο πούτσος μου τερμάτισε άνοιξε τελείως τα πόδια της προς τα πλάγια και γατζώθηκε απ’ την πλάτη μου. Της τον έβαζα γρήγορα και καρφωτά, τον κράταγα με το χέρι και τον έβγαζα τελείως έξω. είχαμε συντονιστεί εγώ μπαινόβγαινα δυνατά κι εκείνη ανασήκωνε τη λεκάνη της πολύ γρήγορα. Ήταν σαν κάθε φορά που έμπαινα ταυτόχρονα να έβγαινα τόσο έντονα που το δέρμα απ’ το πέος μου δεν προλάβαινε να επιστρέψει και η επαφή με ανατρίχιαζε και μ’ έκανε να θέλω να χύσω. Έγλυψα τα βυζάκια της τελικά δεν ήταν μεγάλα αλλά ολοστρόγγυλα.  Με γρατζουνούσε βίαια και βόγκαγε.  Είχε σπασμούς πολύ έντονους και ρούφαγε τον πούτσο μου προς τα μέσα και τον έβγαζε μηχανικά η μούνα της. Το θέλαμε…

 

Έχυσα πολύ δυνατά και πολύ παρατεταμένα. Είχα τόσο καιρό να χύσω που δε θυμόμουν πόσο, ίσως γι’ αυτό πέρα από ένα μικρό μούδιασμα μπόρεσα να συνεχίσω να τη γαμάω. Με κοίταξε με έκπληξη, χαμογέλασε, με φίλησε με τη γλώσσα της να κάνει κυκλάκια στη δική μου και γέλασε δυνατά. Την κάρφωνα πάλι κι όταν έφτανα στον πάτο της, της τον έτριβα και λίγο έτσι που οι τρίχες της να με γρατζουνάνε. Ένιωθα πως αυτή τη φορά θα δυσκολευόμουν πολύ να χύσω … και τότε άρχισε τα προστυχόλογα

 

θα με ξεσκίσεις … έλα δώστα μου

ψιθύριζε στι΄αυτί μου και τράβαγε τα μαλλιά μου. Αφηνίασα την γύρισα τούμπα και την έστησα στα τέσσερα. Μπήκα βαθιά στο μουνί της από πάνω προς τα κάτω και της τράβηξα με το δεξί μου χέρι τα λυμένα πλέον μαλλιά της, ούρλιαξε

 

με πονάς!

χαλάρωσα το χέρι μου αλλά μόνη της έπιασε το χέρι μου και το πίεσε να της τραβήξω κι άλλο τα μαλλιά. Τη σφυροκόπαγα μέσα στο μούνο της, κολυμπούσα εκεί μέσα κι έιχε πάλι σπασμούς και την τραβούσα όλο και πιο πολύ απ’ τα μαλλιά κάθε φορά που έβγαινα πιο έξω

 

 πάρτα πουτάνα 

 

αυτή τη φορά πόνεσα καθώς έχυνα, πιο λίγα τα υγρά αλλά πιο έντονο. Σχεδόν σταμάτησε να χύνει μόλις ξεκίνησα κι εγώ. Και την ώρα που έχυνα δε με άφηνε να κουνηθώ κόλλησε τον κόλπο της πάνω στον πούτσο μου και τριβόταν…

 

Μου άρεσε πολύ. Το πρωί που ξύπνησα δεν τη βρήκα. Δεν ξέρω αν ήθελα ή όχι να τη βρω, δεν προσπάθησα κι ιδιαίτερα. Μου άρεσε αυτό που μοιραστήκαμε. Η επανάληψη θα το έκανε να ξεθωριάσει, να χάσει την ουσία του. Τώρα ήταν μια μνήμη δική μου που πλέον μου έδινε πολύ κουράγιο και τροφή κάθε μα κάθε φορά που με τσάκιζε η Μαίρη με τις μαλακείες της μα μου έδωσε και μια ώθηση στη δουλειά μου απίστευτη, γιατί ένιωσα πως τόσο καιρό μπορούσα και τον τρόπο τον είχα απλά είχα σταματήσει να παλεύω. Κι αυτό δεν το συγχωρώ στον εαυτό μου μα και δεν του το ξαναεπιτρέπω…

Kι εκείνη προτιμώ να τη θυμάμαι έτσι χωρίς καν όνομα ως το αγριοκάτσικο που αρνήθηκε την ελεημοσύνη μου αυτή την ελεημοσύνη που εγώ τόσο καιρό περίμενα απ’ τους γύρω μου αρνούμενος να δω πως το κλειδί για τις πράξεις και τη ζωή μου το κρατώ εγώ… 

++++++++++++++++++

 

-Volt- 

error: